ἀναπαραδιˬάζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπαραδιˬάζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναπαραδιˬάζομαι, ἀναπαραδιˬάζουμι Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ ἀναπαραδιˬά.
Σημασιολογία
Περιπίπτω εἰς κατάστασιν παντελοῦς ἐλλείψεως χρημάτων. Συνών. ξεπαραδιˬάζομαι (ἰδ. ξεπαραδιˬάζω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA