ἀναστένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναστένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναστένω, ἀναστήνω Βιθυν. ’Ιων. (Σμύρν.) Κεφαλλ. Παρ Πελοπν. (Λακων.)-Λεξ. Πρω. ἀναστήν-νω Κύπρ. ἀνεστήνω ’Αμοργ. Ἄνδρ. Θήρ. Κύθν. Νίσυρ. Σίφν. Τῆν. Χίος ἀνιστήνου Ἰμβρ. Λεσβ Σάμ. ἀναστένω κοιν. καὶ Πόντ (Ἀμισ. ᾽Αργυρόπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ Τραπ. Χαλδ.) ἀναστέν-νω ’Απουλ. Κῦπρ. ἀναστένου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Τσακων. ἀναένου Τσακων. ἀνεστένω Α.Ρουμελ (Σωζόπ) Ἰων. (Κρήν.) Κάρπ Κεφαλλ. Α.Κρήτ. Τῆλ. Χίος κ.ἀ. ἀνιστένου Λεσβ. ἀναστίζω ΜΛελέκ.᾿Επιδόρπ. 9 ᾽ναστήνου Μακεδ. ’νεστήνω Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ἰων (Κρήν.) ᾿νεστήν-νω Κυπρ ᾽ναστέν-νω ᾿Απουλ. Σύμ. ’νεστένω ’Ιων. (Κρήν.) Κρήτ. Λέσβ.(Μυτιλήν.) Ροδ Τῆλ. κ.ἀ.᾽νεστέ-νω Ρόδ Ἀόρ. παθητ. ἀνέστη κοιν. καὶ Πόντ. Προστ. ἀνάστα κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἄστα Ἤπ. Κέρκ. Παξ. ἄνα Κύπρ. Μέσ. ἀναστε͜ιέμαι Θρᾴκ. (Μάλγαρ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν ἀναστένω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀνίστημι. Τὸ ἄστα καὶ ἄνα καὶ ἐν κειμένῳ τοῦ 16ου αἰῶνος. Πβ. Ν.'Ελληνομν. 13,66
Σημασιολογία
1) ᾿Ανεγείρω, ἀνασηκώνω Κέρκ Κυπρ Στερελλ.(Μεσολόγγ.): ᾿Αναστένει τοὶς καλαμωτές Μεσολόγγ. Ἄστ’ ἀπάνου-γλήγορα Κέρκ. Καὶ ἀμτβ. ἀνεγείρομαι Τσακων. Συνών. σηκώνομαι (ἰδ.. σηκώνω). β) ᾿Ανεγείρω, κτίζω πολλαχ.: Πασκιˬάν ἔνεστάθην ό κόσμος (ἀφότου κτλ.) Ρόδ. Νὰ πά’ ν' ἀνεστήσωμε τσοὶ τράφους -τὸ dοῖχο ἀποὺ gρεμίστηκε Κρήτ. ‖ ᾊσμ. Ὅντ’ ἀνεστήθη ό οὐρανὸς καὶ θεμελιˬώθη ὁ κόσμος καὶ ἔγινε ἡ θάλασσα τριγὔρο μὲ τὴν ἄμμο Σωζόπ. ᾽Φουντάς ’ναστήθηκ’ οὑ ντουνιˬᾶς, γιννήθηκιν οὑ κόσμους, τέτο͜ιους θρῆνους δὲ γίνηκι κὶ πόλιμους μιγάλους Μακεδ. Καὶ -ν-ἐκκλησιˬές ἐνάστεσα καὶ μοναστήριˬα χτίσα Σύμ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Δημοσθ. Λεπτ. 68 «δεῦρ᾽ ἐλθὼν ἀνέστησε τὰ τείχη». Καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ στ. 7779 (ἔκδ. JSchmitt.) «τὰ μοναστήρια τῶν Φραγκῶν ὁμοίως καὶ τῶν Ρωμαίων, | τὰ ἔποικεν κι ἀνάστησεν διὰ νὰ παρακαλοῦσιν καὶ Μαχαιρ 1,626 (ἔκδ. RDawkins) «ἀνάστησεν τὸ ξενοδοχεῖον 2) Ἀνιστῶ τινὰ θανόντα κυριολ. καὶ μεταφ. κοιν. καὶ Πόντ. (᾽Αμισ. ’Αργυρόπ. Κερασ Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ὁ Χριστὸς ἀνέστησε τὸ Λάζαρο. Τὸ κρασί σου-τὸ φαγεῖ σου καὶ νεκρὸ ἀναστένει. Ἡ μυρωδιˬά του νεκρὸ ἀναστένει κοιν. Ἀνάστενεν ᾽ποὺ τοὶς μυρωδκιˬές του Κύπρ. Ἔνι ἀναστέντα τοὺ πενάτι (ἀναστένει τοὺς πεαμένους. Ἐπὶ ποτοῦ ἀρίστου) Τσακων. ‖ Φρ. Χριστὸς ἀνέστη!-Ἀληθῶς ἀνέστη! (χαιρετισμὸς καὶ ἀντιχαιρετισμὸς τοῦ Πάσχα. Τὸ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ τοῦ γνωστοῦ ἀναστασίμου τροπαρίου «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν κτλ»). Ἔγινε ἀνάστα ὁ Θεός! (ἐπὶ μεγάλης ταραχῆς καὶ συγχύσεως. Ἡ φρ. ἐκ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὕμνου «ἀνάστα ὁ Θεὸς κρίνων τὴν γῆν κτλ.» ψαλλομένου κατὰ τὴν λειτουργίαν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὅτε συνήθως ἐπακολουθεῖ χαρὰ καὶ θόρυβος τῶν ἐκκλησιαζομένων προσπαθούντων νὰ ἀρπάσουν τὰ ὑπὸ τοῦ ἱερέως σκορπιζόμενα ἐν τῷ ναῷ φύλλα δάφνης ἢ πέταλα ἀνθέων) κοιν. ᾿Ανάστα ὁ θεὸς ἐγέντον (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κερασ. Ἔγινε τ᾿ ἀνάστα ὁ Κύριος (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Δημητσάν.) Ὁ Θεὸς καὶ νεκροὺς ἀναστήνει (λόγοι παρηγορητικοὶ πρὸς τοὺς οἰκείους τοῦ βαρέως ἀσθενοῦντος) Πελοπν. (Λακων.) Πεθαμένος ἤμουνα καὶ μ᾿ ἀνάστησε! (πρὸς τὸν σώσαντα ἐκ προφανοῦς ὀλέθρου) Βιθυν. Ἀναστένει σὰ μόσκος (ἐπὶ πράγματος τοῦ ὁποίου ἡ εὐωδία εἶναι ὡς ἡ τοῦ μόσχου καὶ οἱονεὶ ἀνιστᾷ) Λευκ. | ᾊσμ. Νὰ πέθαινα νὰ γλύτωνα καὶ πάλε ν᾿ ἀναστε͜ιόμαν, νὰ ἤγλεπα πο͜ιὸς μ᾽ ἔκλαιε καὶ πο͜ιὸς μὲ τράγουδοῦσε Μάλγαρ. Τ᾽ ἀχείλη σου τὸ μερτζανὶ σὰν ἀρχινᾷ νὰ κρένῃ, τὸν ἄρρωστο τὸν ξαρρωστᾷ καὶ τὸ νεκρὸ ’νεστένει Μυτιλήν. Ὁ κόσμος νὰ ξαναπλαστῇ κ’ ἡ γῆς νὰ μελανιˬάσῃ καὶ οἱ νεκροὶ ν᾿ ἀνεστηθοῦν, ἡ γνώμη δὲν ἀλλάσσει Κρήτ. Ὤ, θάμα ποῦ τὸ ἔκαμεν αὐτὸς ὁ ἀπεθαμένος, ἐχτές ἦτο ᾿ς τὴ γῆ νεκρός, σήμερ’ ἀναστημένος Πάρ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ὁμ. Ω 550 «οὐ γάρ τι πρήξεις ἀκαχήμενος υἷος ἑῆος | οὐδέ μιν ἀνστήσεις β) Ἐνεργ. καὶ. σπανίως μέσ., τελῶ τὴν τελετὴν τῆς Ἀναστάσεως σύνηθ. : ’Αναστήσανε ἤ ἀκόμα ; σύνηθ. Πρωὶ πρωὶ ἀνεστήσανε οἱ παππάδες Κῶν Πάμεν ν᾽ ἀνεστήσωμε Νίσυρ. ᾿Ανεστήνουdαν ᾽ς τὴν ἐκκλησιˬὰ ἀνήμερα τὴ Λαbρὴ Κύθν. γ)’Επαναφέρω τὸ ὄνομά τινος ἀποθανόντος δίδων αὐτὸ εἰς νεογέννητον παιδίον τῆς οἰκογενείας (οἱονεὶ ἀνιστῶ αὐτὸν) Ἄνδρ. Κάρπ. Κεφαλλ. Νίσυρ. Πελοπν.(Λακων. Μάν.) Σῦρ Χίος κ. ἀ. : Ἀνεστήσαμε τὸ Γιˬάννη μας Ἄνδρ. ᾿Ανεστήσαμε τὸ γέροdά μας Κεφαλλ. Ἐνέστεσε τὸν ἀφέντη του Κάρπ. ᾿Α τὸ βγάλω τὸ παιδὶ Νικόλα ν᾿ ἀνεστήσω τὸν πατέρα μου Νίσυρ. δ) Δίδω τὸ ὄνομα γηραιοῦ μέλους τῆς οἰκογενείας, συνήθως πάππου ἢ μάμμης, εἰς νεογέννητον παιδίον αὐτῆς Θήρ.: ᾿Ηγέννησε ἡ νύφη τοῦ δεῖνα καὶ θὰ τὸν ἀναστήσουνε. 3) Ὁμοιάζω πολὺ κατὰ τὴν μορφὴν ἣ τὸν χαρακτῆρα πρὸς τὸν ἀποθανόντα συγγενῆ καὶ οἱονεὶ ἐπαναφέρω αὐτὸν εἰς τὴν ζωὴν Κάρπ.Κρήτ.Σιφν. : Τὸ παιδὶ ἠνέστησε τὸν πατέρα του Σίφν.‖ ᾎσμ. ᾿Ενέστεσες τὴ μάνα σου, τὴ πλεˬὰ μεγάλη ρίζα, ἀπόπου κιˬ ἀν ἐπέρασεν οἱ στράτες ἐμύριζα Κάρπ 4) ’Επικουρῶν ἀποκαθιστῶ εἰς ἀκμὴν Βιθυν. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Λευκ. κ. ἀ. : Ὁ δεῖνα ἀνάστησε τὸ σπιτικό μου Βιθυν. Μ ’ ἀνάστησες τὸ σπίτι Λευκ. 5) Ἐνισχύω σωματικῶς, ἀναζωογονῶ, ἀναψύχω σύνηθ. καὶ Πόντ (Τραπ.): Αὐτὸ τὸ φαεῖ-τὸ κρασὶ μ᾽ ἀνάστησε. Ἤμουνα κουρασμένος κ᾽ ἤπιˬα ἕνα κρασάκι κιˬ ἀναστήθηκα πολλαχ. ’Επεθάν’νεν κ᾿ ἔστεκεν κ’ ἐγὼ ἐνέστεσ’ ἀτον (ἐκινδύνευε νὰ ἀποθάνῃ καὶ ἐγὼ τὸν ἀνέστησα) Τραπ. ᾿΄Εφαε κ’ ἐναστάθη Σύμ. Μ ’ αὐτὸ τοῦ κρύου νιρὸ ποῦ μοῦ ᾽δουκις ἀνιστήθ’κα Σάμ.‖ ᾊσμ. Κάμνει σταφύλι ραζακί, κάμνει κρασὶ μοσκᾶτο, κιˬ ὅπο͜ιος τὸ πιˬῇ ᾽νεστένεται καὶ πάλε ᾿νεζητᾷ το Ρόδ. Γιˬὰ σήκου, νεˬέ, νὰ πιˬῇς νερό, νὰ φάς κιˬ ἀφράτο μῆλο, νὰ μυριστῇς βασιλικὸ, ν᾿ἀνεσταθῇ ἡ ψυχή σου Τῆλ. β) Προξενῶ εὐχαρίστησιν, τέρπω, εὐφραίνω πολλαχ : Αὐτὸ τὸ χαbέρι μ᾿ ἀνάστησε Κρήτ. Αὐτὸ τοὺ τραγούδ’ ἀναστέ’ Β.Εὔβ. ᾿Ενεστάθην ἡ καρdιˬά μου Ρόδ. ‖ Παροιμ. Ηὗρ' ὁ Γύφτος τὴ γενεˬά του | κιˬ ἀναστήθηκ’ ἡ καρδιˬά του(ἐπὶ εὐτελοῦς χαίροντος διὰ τὴν συνάντησιν ὁμοίου του) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) γ) κάμνω τινὰ εὐτυχῆ Κρήτ.: ᾎσμ. ’Σ τσοὶ τριˬάdα ’ν’ ἀdρε͜ιωμένος | κ’ εἰς τὸ gόσμο ξακουσμένος, ’ς τσοὶ σαράdα ἀθεῖ καὶ δένει | καὶ τὸ σπίτι d’ ἀναστένει (ἐπὶ τῶν διαφόρων σταδίων τῆς ἡλικίας τοῦ ἀνθρώπου). 6) Ἐκτρέφω, ἀνατρέφω τινά, ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων κοιν. καὶ ᾿Απουλ. Πόντ. (’Αμισ. ᾽Αργυρόπ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: ᾿Αναστένω τὸ παιδί. ᾿Εγὼ ποῦ μὲ βλέπεις ἀνάστησα ὀχτώ παιδιˬά. Τραύιξε πολλὰ γιˬὰ ν’ ἀναστήσῃ τὰ παιδιˬά της ἡ καημένη! κοιν. Ν’ ἀνεστήσῃς ἕνα πουλλὶ θέλει πολλὰ Ἄνδρ. Τοῦτα τ’ ἀρνία τ’ ἀνάστησα σὰν τὰ παιδία μου Πελοπν. (Μάν.) ‖ Ἄσμ͵ Νερό, ἀφέντη πεθερέ, νερὸ καὶ πάει ἡ ψυχή μου! -Μηδὲ, κόρη, σ᾽ ἀνάστησα νά ’χω νὰ σὲ λυποῦμαι Κορσ. Γεννε͜ιέται κιˬ ἀναστίζεται ᾿ς τὸ μέλι καὶ ’ς τὸ γάλα (ἐνν. ὁ Χριστὸς) ΜΛελεκ ἔνθ’ ἀν., Τὸν ἐγέννεσεν ἡ Παναγία, τὸν ἐνέστεσεν ἁε-Παρθένος (ἐνν. τὸν Χριστὸν) Κερασ. Μὴ μοῦ μαλώνουν τὰ παιδιˬὰ τὰ μοσκαναθρεμμένα, μὲ μόσκο καὶ μὲ ζάχαρι τά 'χω ἀναστημένα Πελοπν. (Λάστ.) Π’ ἄρεσε μένα ποῦ gέννησα παιdία, τ᾽ ἀνάστησα γιˬὰ τόσο μέα τσαιρό, gιˬὰ σ’ αὔτα ἔπιˬα φωdίˬα | νύφτα τσαὶ μέρα νὰ μὴ ἔχω κακὸ Ἀπουλ. ‖ Αἰνίγμ. Ἡ μάννα κάνει τὸ παιδὶ κιˬ ὁ ἥλιος τ᾿ ἀναστένει κιˬ ὅdες γυρίσῃ νἀ dὸ δῇ, πέφτει καὶ πεθαίνει (τὸ ἅλας) Κύθηρ. Τὸ κηκὶν (ἢ κακὶν) τὸ κυπαρέσσ’, | ντὸ ᾿κὶ κεῖται ᾿ς σὸ τραπέζ᾽, ντὸ ’κὶ κόφτει τὸ μααίρ’ | καὶ τὸν κόσμον ἀναστέν’ (τὸ κηκίδιον τῆς κυπαρίσσου, τὸ ὁποῖον δὲν παρατίθεται εἰς τὴν τράπεζαν πρὸς βρῶσιν, τὸ ὁποῖον δὲν κόπτει τὸ μαχαίρι καὶ ἀναστένει τὸν κόσμον=ὁ μητρικὸς μαστὸς) Τραπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Φλώρ. καὶ Πλάτζια Φλωρ στ. 416 (ἔκδ. ΔΜαυροφρ σ. 272) «ἀνάστησα καὶ ποίκα την καὶ ἀποκατέστησά την» (ἐνν. τὴν κόρην). Μετοχ. ἀναστημένος=ὁ ηὐξημένος εἰς ἡλικίαν, ὁ ἀνατραφεὶς καὶ φθάσας εἰς ἡλικίαν, ὥστε νὰ δύναται νὰ συντηρῆται μόνος του πολλαχ. : Ἀναστημένο παιδὶ Μάν. Συνών ἀναγιˬών-νω 1, ἀναθρέφω Ι, ἀνακαθίζω Α1 β, μεγαλώνω, παιδοκομῶ, συνών. δὲ τῆς μετοχ ἀναθρεμμένος (ἰδ. ἀναθρέφω), μεγαλωμένος (ἰδ. μεγαλώνω). 7) ᾿Εκχερσώνων γῆν μεταβάλλω αὐτὴν εἰς καλλιεργήσιμον καὶ προσοδοφόρον καὶ ἐν γένει προάγω ἀγροτικὸν κτῆμα διὰ τῆς καλλιεργείας Ἄνδρ Ζάκ. Κάρπ. Κεφαλλ Ρόδ. Χίος κ. ἀ.-Λεξ. Αἰν. : ᾿Ανέστησα τὸ χωράφι Ἄνδρ Χίος. ᾿Ενέστεσεν πολλὰ πράματα (κτήματα) Ρόδ. ‖ ᾎσμ. ’Σ τοὶς σαράντ’ ἀθ-θε͜ιεῖ τσαὶ ᾿ένει | τσαὶ τὰ πράματ’ ἀναστένει (εἰς ἡλικίαν τεσσαράκοντα ἐτῶν ὁ ἀνθρωπος ἀνθεῖ καὶ δένει κτλ.) Κάρπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,610 (ἔκδ. RDawkins) «ὁ ποῖος ἀνάστησεν ἕνα ὄμορφον περιβόλιν καὶ ἕνα ὄμορφον ἀπλίκιν εἰς τὴν Ποταμίαν». β) Φυτεύων δένδρα περιποιοῦμαι καὶ προάγω αὐτὰ Κεφαλλ. Χίος κ. ἀ. : Ὁ δεῖνα ἀνάστησε τὴ gαρυδεˬὰ Κεφαλλ. Ὅλ’ αὐτὰ τὰ δέντρα ἐγὼ τ᾽ ἀνέστησα Χίος. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μiklosich - Μuller Αcta. 4,64 «ἐλαϊκὰ δένδρα τὰ παρ᾿ ἐμοῦ ἀνασταθέντα ἐν τῷ χωρίῳ ἡμῶν».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA