γυφτοτσινὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτοτσινὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυφτοτσινὶ τό, ἐνιαχ. γυφτουτσ᾿νὶ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ τσινί, τὸ ὁποῖον ἐκ τοῦ Τουρκ. çini = πορσελάνη.
Σημασιολογία
Εἶδος ἐρυθροῦ, εὐθρύπτου καὶ εὐτελοῦς ποιότητος τιτανολίθου ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA