γυφτοφάσουλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυφτοφάσουλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυφτοφάσουλο τό, σύνηθ. γυφτοφά᾿λο Σκῦρ. γυφτουφάσουλου Βιθυν. (Μπάσκ.) γυφτουφάσ᾿λου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γιˬουφτουφάσ᾿λου Μακεδ. (Δρυμ. Ἐράτυρ.) Στερελλ. (Κολάκ.) γυφτοφάσουλε Τσακων. γυφτοβάσουλο Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κουρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ φασόλι παρὰ τὸ ὁπ. καὶ φασούλι.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν Δόλιχος ὁ λοβὸς (Dolichus lubia) τῆς οἰκογ. τῶν Ψυχανθῶν (Papilionaceae) ἐκ τῆς μελαίνης κηλῖδος, τὴν ὁποίαν φέρουν τὰ σπέρματά του σύνηθ. καὶ Τσακων.: Σήμερο μάζεψα μιˬάμ μαγεριˬὰ γυφτοβάσουλα Εὔβ. (Κουρ.) Γιˬὰ νὰ κατεβῇ τὸ γάλα τῆς μικρομάννας, τῆς βράζουν γυφτοβάσουλα αὐτόθ. Κάτσ᾿τι νὰ φᾶμι γυφτουφάσ᾿λα Μακεδ. (Ρητίν.) Ἔβγαζάμι ποὺ τὰ χουράφιˬα κ᾿κκιˬά, ἁρ᾿βίθιˬα, φακῆ, γυφτουφάσ᾿λα, φασούλιˬα ἄσπρα Μακεδ. (Κατάκαλ.) Τὰ λε͜ιανουφασ᾿λα τὰ λιˬέμι κὶ γυφτουφάσ᾿λα Θεσσ. (Κακοπλεύρ.) Εἶπα νὰ πάρου κὶ κάμπουσα γυφτουφάσ᾿λα πού ᾿νι λίγου φτ᾿νὰ Ἤπ. (Κουκούλ.) Τοὺ γυφτουφάσ᾿λου τοὺ καβουρdίζεις καλὰ κὶ τοὺ κουπανίζεις καλὰ κὶ τοὺ κουκκίζεις ᾿ς τοὺ γιˬαρᾶ (= τὸ πασπαλίζεις στὴν πληγὴ) Μακεδ. (Ἐλευθερ.) Ἔχου φάει ᾿γὼ πουλλὰ γυφτουφάσ᾿λα ᾿ς τὴ ζουή μου Θεσσ. (Φάρσαλ.) || Παροιμ. Σὶ παντρεύου, κόρη μ᾿! - Κρῖμα ᾿ς τὰ γιˬουφτουφάσ᾿λα (ἐπὶ ἀγροίκων εὐνοουμένων ὑπὸ τῆς τύχης, ἀλλὰ μὴ δυναμένων νὰ ἀποβάλουν τὰς παλαιάς των συνηθείας) Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Συνών. ἀμπελοφάσουλο, γκιˬοσοφάσουλο, γύφτικο φασόλι, γυφτούλι 2, κατσικάντερο, λε͜ιανοφάσουλο, μαυρομάτικο, μαυρομύτικο, μαυροσελαχάτης, σμυρναίικο, στενοφάσουλο, φαραώνι, φασολάκι, χαρόνι, χαροφάσουλο, χωριˬατοφάσουλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/