γυναικογιατρὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικογιατρὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυναικογιατρὸς ὁ, Πελοπν. (Δίβρ. Κοντοβάζ. κ.ἀ.) – Π. Βλαστ. 403.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ γιατρός.
Σημασιολογία
Ὁ ἰατρὸς γυναικῶν, ὁ μαιευτὴρ, γυναικολόγος ἔνθ᾿ ἀν.: Τὴν ξέταξε ὁ γυναικογατριˬὸς καὶ τὴ βρῆκε ᾿γγαστρωμένη τριῶ μηνῶνε Πελοπν. (Δίβρ.) Συνών. γυναικολόγος, μάμμος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA