γυρευοντὶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυρευοντὶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

γυρευοντὶς ἐπίρρ. ἐνιαχ. γυρευγοdὶς Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς ἐπιρρηματικῶς λαμβανομένης μετοχ. γυρεύοντας κατ᾿ ἀναλογίαν πρὸς ἄλλα ἐπιρρήματα εἰς – ίς.

Σημασιολογία

Πρὸς ἀναζήτησιν ἔνθ᾿ ἀν.: Ἠπῆα γυρευγοdίς του, μὰ δὲ dὸν ηὕρηκα Θήρ. Ἦρθα γυρευγοdίς σου αὐτόθ. Οἱ συgενεῖς τῆς κοπέλας πηγαίνανε γυρευγοdὶς γιˬὰ νὰ βροῦνε γαbρὸ αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/