γυρευοσάκκουλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρευοσάκκουλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυρευοσάκκουλο τό, Πόντ. (Οἰν.) γυρευοσάκκουλον Πόντ. (Κερασ. Σταυρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γυρευὸς καὶ σακκούλι.
Σημασιολογία
1) Ἡ πήρα τοῦ ἐπαίτου ἔνθ᾿ ἀν. β) Σακκίδιον ἐφθαρμένον, φέρον μπαλώματα Πόντ. (Σταυρ.): Ἅμον γυρευοσάκκουλον (σακκίδιον ἐφθαρμένον ὡς ἡ πήρα τοῦ ἐπαίτου). 2) Μετων., ὁ ἐπαιτῶν ἢ δανειζόμενος συχνὰ παρ᾿ ἄλλων ἄνευ ἀποχρῶντος λόγου καὶ δὴ ἀνεπιστρεπτὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.): Τσέμου σαεύει κιˬ ἀτόνα; γυρευοσάκκουλο! (Ποῖος τὸν ἐκτιμᾷ αὐτόν; εἶναι γυρευοσάκκουλον) Κερασ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA