γυριλὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυριλὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυριλὶ τό, ἀμάρτ. γυριλ-λὶν Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.) Κυπριακ. Σπουδ. 17 (1953), πθ΄.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γῦρος κατὰ τύπ. ὑποκορ.
Σημασιολογία
1) Μικρὸς γῦρος ἔνθ᾿ ἀν. 2) Εἶδος παιδιᾶς, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ παῖδες χαράσσοντες μακρὸν κύκλον ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, τὸ «γυριλ-λίν», θέτουν ἐντὸς αὐτοῦ διάφορα ἀντικείμενα, ὅπως πέννας, μολυβδοκόνδυλα, ἐλαστικὸν κόμμι κ.τ.τ. Ὁ βάλλων ἐξ ὡρισμένης ἀποστάσεως διὰ τῆς «πλάκας» του, εἴδους λείας καὶ ἐπιπέδου πέτρας, καὶ ἐξάγων τα ἀντικείμενα ταῦτα ἐκ τοῦ κύκλου κερδίζει αὐτά Κυπριακ. Σπουδ. ἔνθ᾿ ἀν. Πβ. γῦρος 5β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA