γυριˬὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυριˬὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστίκο

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυριˬὸ τό, Ἰων. (Κρήν.) Κύθν. Σίφν. γυρίον Πόντ. (Ἀντρεάντ.) ᾿υρίον Πόντ. (Ἀντρεάντ.) γυρίος Πόντ. (Χαλδ.) ἐγυρίος Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γυρίζω. Διὰ τοὺς τύπ. γυρίος, ἐγυρίος πβ. βείος, βεξίος εἰς λ. βηχιˬό.

Σημασιολογία

1) Ἡ περιφορά, ὁ περίπατος Ἰων. (Κρήν.) Κύθν. Σίφν.: Πολὺ σ᾿ ἀρέσει τὸ γυριˬό, δὲν κάθεσαι καὶ ᾿ς τὸ σπίτι καθόλου Κρήν. Ἤβγηκες πάλι ᾿ς τὸ γυριˬὸ Σίφν. Οἱ πραματευτῆδες βγαίνουνε ᾿ς τὸ γυριˬό, γιὰ νὰ πουλήσουνε αὐτόθ. Συνών. ἀναγυρίδα 1δ, ἀπογυρίδα 2, βόλτα 2, γῦρος 8. 2) Ἡ ἐπαιτεία Κύθν. Πόντ. (Ἀντρεάντ. Χαλδ.): Ἔμαθε ᾿ς σὸν ἐγυρίον ᾿ς σῆ χώρας τὰ πόρτας (ἔμαθε νὰ ἐπαιτῇ εἰς τὰς θύρας ξένων οἰκιῶν) Χαλδ. Ἐξέβεν ᾿ς σὸ γυρίον (ἐξῆλθεν εἰς ἐπαιτείαν) Ἀντρεάντ. Μία εἷνας ἐφτωχὸς ἐπῆεν ᾿ς σὸ ᾿υρίον αὐτόθ. || Φρ. Ἔγινε τοῦ γυριˬοῦ (κατήντησεν ἐπαίτης) Κύθν. Ξέρεις, τὸ παιδί, πρωτόπειρος, ἐκάμαν του τοῦ γυριˬοῦ (κατέφαγον τὴν περιουσίαν του καὶ κατέστησαν αὐτὸν ἐπαίτην) Σίφν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/