γυρισημέρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρισημέρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυρισημέρα ἡ, Κύπρ. (Ἀμμόχωστ.) - Χ. Παλαίσ., Συλλογ. Κύπρ. Ποιημ., 74, 158.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ούσ. γύριση καὶ ἡμέρα.
Σημασιολογία
Κατ᾿ αἰτιατ. ἐπιρρηματ., τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ἔνθ᾿ ἀν.: Ποιήμ. Γυρισημέρα ὁ Μελῆς πάγει κ᾿ ἡ φτωχοπούλα καὶ ἐπαρηγορήθηκεν πάλε κ᾿ ἡ Ζαχαρούλα Χ. Παλαίσ., ἔνθ᾿ ἀν., 158. Γυρισημέρα έξασιν ᾿ποὺ τὸ χωρκὸν ζευγάριν. ἔνθ. ἀν., 74. Πβ. γυρισόντα - μέρας, γυρισηνύχτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA