γυρισιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυρισιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυρισιˬὰ ἡ, Ἰων. (Κρήν.) γυρισία Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) γυριὰ Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) γυρ᾿σὰ Λέσβ. ἀγυρ᾿σὰ Σκόπ. γυριστιˬὰ Θρᾴκ. (Πλάγ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γυρίζω. Ὁ τύπ. γυριστιˬὰ ἐξ ἐπιδράσεως τοῦ ἐπιθ. γυριστός.

Σημασιολογία

1) Ἐπὶ πλεκτῶν, ὡς περικνημῖδος, φανέλας κ.τ.τ., ἡ σειρὰ πλέξεως, ὡς διαγράφουσα κύκλον, γῦρον Λέσβ. : Πλέξι δυˬὸ γυρ᾿ές. Πβ. γυριˬὰ 1. 2) Ἕκαστον ἐκ τῶν πρὸς πλέξιν νημάτων τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν μίαν θηλειὰν Θρᾴκ. (Πλάγ.) : Πενῆντα γυριστιˬὲς ἔκαναν ἕνα πάσμα (= θηλειὰν νὴματος). 3) Στροφὴ, καμπὴ Καλαβρ. (Μπόβ.) β) Ἡ στροφὴ τῆς πέτρας τοῦ μύλου Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) 4) Ἡ περιοδικὴ ἐπάνοδος τοῦ χρόνου Ἰων. (Κρήν.) ᾿Σ τὴ γυρισιˬὰ τοῦ χρόνου θά ᾿χωμε πάλι σταφύλιˬα. Συνών γύριση 2. 5) Ἡ ἐπάνοδος, ἡ ἐπιστροφὴ Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) Σκόπ.: Νὰ σ᾿ γέ᾿ ἀγυρ᾿σὰ κακιˬά! (νὰ σοῦ τύχῃ κακὴ ἐπιστροφὴ· ἀρά) Σκόπ. ᾿Σ τὴν gυρισία ἔβγα, πιˬάε τὸ νερὸν-ε (= κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν πήγαινε, πάρε τὸ νερὸ) Χωρίο Ροχούδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/