γυριστάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυριστάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυριστάκι τό, ἐνιαχ. γυρ᾿στάκ᾿ Σάμ. (Μαυραντζ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυριστὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

Παιδιὰ κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ παίζοντες προσπαθοῦν νὰ ἀναστρέψουν νόμισμα κείμενον ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, πιέζοντες αὐτὸ κατὰ τὸ ἄκρον δι᾿ ἄλλου νομίσματος. Ὁ ἀναστρέφων αὐτὸ κερδίζει (ἀνάλογον μὲ τὴν ἀρχ. «στρεπτίνδα» ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. τόκας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/