γυρισταριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυρισταριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυρισταριˬὰ ἡ, ἐνιαχ. γυρ᾿σταριˬὰ Στερελλ. (Γραν.) γυρισταρκὰ Κύπρ. (Καλοπαναγιώτ. Μουτουλ. Πάφ. Πεδουλ. Πρόδρομ. κ.ἀ.) γ᾿ρισταρκὰ Κύπρ. γ᾿λισταρκὰ Κύπρ. (Ἀμμόχ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυριστάρι. Ὁ τύπ. γ᾿λισταρκὰ δι᾿ ἀνομοίωσιν.

Σημασιολογία

1) Εἶδος ἄρτου παρασκευαζομένου κατὰ τὰς παραμονὰς γάμου ἢ κατὰ τὰς ἑορτὰς τῶν Χριστουγέννων, σχήματος κυκλοτεροῦς, διακεκοσμημένου κατὰ τὴν πρόσοψιν διὰ λωρίδων ζύμης διατεταγμένων εἰς σχῆμα δικτύου. Ὁ ἄρτος οὗτος ἀποστέλλεται εἰς περίπτωσιν γάμου ὡς προσκλητήριον εἰς τούς προσκαλουμένους Κύπρ. (Ἀμμόχ. Καλοπαναγιώτ. Μουτουλ. Παφ. Πεδουλ. Πρόδρομ. κ.ἀ.): Ἐκάναμεν πέντ᾿ ἕξι φουρνιˬὲς κουλοῦρκες ταὶ γυρισταρκὲς Καλοπαναγιώτ. Συνών. κουλλούρα. 2) Τὸ ἀναποδογύρισμα τοῦ ἐδάφους, τὸ βαθύ σκάψιμον Στερελλ. (Γραν.) : Ἔρρ᾿χνι οὑ στόλους μπόμπις κὶ τά ᾿κανι γυρ᾿σταριˬὰ οὕλα τὰ χουράφιˬα. Συνών. ἀναγομί, ἀναγόμισμα, ρόφισμα. Πβ. γύρισμα 6.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/