γυριστήρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυριστήρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυριστήρι τό, Κίμωλ. Κουφονήσ. Κύθν. Σίφν. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γυρίζω.
Σημασιολογία
Ἡ λαβὴ διὰ τῆς ὁποίας περιστρέφουν τὸν τροχὸν τῆς σβίγας, τὴν πέτραν τοῦ χειρομύλου, τὸ μάγγανον ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. γυριστάρι 3, γυριστὴς 5, χέρι, χερούλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA