γυριστικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυριστικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γυριστικὸς ἐπίθ. Ἀθῆν. ΙΙόντ. Σίφν. Χίος.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυριστής. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐπιφέρων ἀκύρωσιν, ὁ ἀκυρωτικὸς Χίος : Ἐκάμαμεν τὸ γυριστικὸ (τὸ ἔγγραφον ἀκυρώσεως). 2) Οὐσ., ὁ ἐπαίτης Σίφν. Συνών. βλ. εἰς λ. γυριστὴς 3. 3) Οὐδ. πληθ., τὰ ἐκ τῆς ἐπαιτείας εἰσοδήματα Σίφν. : Ἂς θέ᾿ λείπουν τὰ γυριστικά, ἤθ᾿ ᾿ὰ ψοφήσουν ἀπὸ τὴν πεῖνα (ἐὰν ἔλειπον τὰ ἐκ τῆς ἐπαιτείας εἰσοδήματα, θὰ ἀπέθνησκον ἐκ πείνης). 4) Ἡ δαπάνη διὰ τὴν μεταβίβασιν κτήματός τινος Πόντ. β) Ἡ δαπάνη διὰ τὸ γύρισμα παλαιᾶς ἐνδυμασίας Ἀθῆν. κ.ἀ. Ἔδωσα τρακόσες δραχμὲς γυριστικὰ Ἀθῆν. Συνών. ἀναγυριστικά, διὰ τὸ ὁπ. βλ. ἀναγυριστικὸς 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA