γυριστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυριστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γυριστὸς ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) γυρ᾿στὸς Θεσσ. (Δομοκ. Μεσοχώρ. Μυρόφυλλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βόιον Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. κ.ἀ.) ᾿υριστὸς Κάλυμν. Κίμωλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Χάλκ. δυριστὸς Χάλκ. γυριστὲ Τσακων. (Χαβούτσ.) γιˬουιστὲ Τσακων. Θηλ. γυριστέσσα Πόντ.
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. ἐπίθ. γυριστός.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ γλυκυσμάτων, ὁ ἀναμειγνυόμενος, ὁ ἀνακυκώμενος κατὰ τὴν ἕψησιν Κωνπλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. - Λεξ. Ἠπιτ. Βλαστ. 281: Γυριστὸ γλυκὸ (γλύκυσμα ἀναμειγνυόμενον κατὰ τὴν ἕψησιν διὰ ξυλίνου ὀργάνου, τοῦ γυρισταριˬοῦ) Κωνπλ. Τὸ πιˬὸ εὔκοο καὶ τὸ πιˬὸ δύσκοο γλυκὸ εἶναι τὸ ᾿υριστὸ Ἀπύρανθ. Μιˬὰ ᾿υχιˬὰ ᾿υριστὸ γλυκὸ θέω νὰ κάμω, μὰ ὅσες βολὲς τὸ κάμω, δὲ μοῦ πιτυχαίνει αὐτόθ. β) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν ναυτικῶν, γυριστὸ κλειδί, ἀγκύλιον ἁλύσεως μετ᾿ ἄξονος, προσηρμοσμένον ἐπὶ τῆς ἁλύσεως ἀγκύρας καὶ ἐπιτρέπον τὴν ἐλευθέραν περιστροφὴν αὐτῆς Α. Σακελλ., Ἐγχειρ. ἀρμενιστ., 564. Πβ. γύριστρο. 2) Ἐπὶ κλίμακος, ὁ ἐλικοειδὴς Ἀθῆν. Ζάκ. Λυκ. (Λιβύσ.) Πόντ. (Τραπ.) : Γυριστὴ σκάλα (ἐλικοειδὴς κλῖμαξ) Ἀθῆν. κ.ἀ. 3) Ὁ κυρτός, ὀ κεκαμμένος, ὁ ἀναδιπλούμενος πολλαχ. καὶ Τσακων. (Χαβουτσ. κ.ἀ.): Γυριστὴ κλίτσα (κλίτσα ἔχουσα κυρτὴν τὴν λαβὴν) Πελοπν. (Σουδεν.) Γυρ᾿στὸ ᾿πίδ᾿ (καμπυλωτὴ φαλτσέτα τῶν ὑποδηματοποιῶν) Ἤπ. (Δωδών.) Νύχιˬα γυριστὰ (γαμψοὶ ὄνυχες) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Γυρ᾿στὸ συρτάρ᾿ (τὸ κεκαμμένον μέρος τοῦ ἀρότρου πού ἐφαρμόζει εἰς τὸ κουντούρι) Ἤπ. (Δωδών.) Ἔ᾿ γυρ᾿στὴ μύτ᾿ σὰ παπαγάλους Μακεδ. (Φλόρ.) Ἁ μύτ᾿ σ᾿ γυριστά ᾿ρ Χαβουτσ. Ἡ μύτη του εἶναι γυριστὴ (πβ. Σχόλ. Φιλοστρ. σ. 579 Β «ῥῖνα γυριστὴν») Ἰων. (Κρήν.) Σοῦ ᾿χω ἀκούσει ὅτι τὰ λὲς καζούρικα τὰ γίδιˬα μὲ τὰ ᾿υριστὰ κέρατα Κίμωλ. Ἔχω μαλλιˬὰ γυριστὰ Πελοπν. (Αἴγ.) Γυρ᾿στὰ τσίνουρα Θεσσ. (Δομοκ.) Ἔ᾿ μιγάλα τσίνουρα, γυρ᾿στὰ Σαμ. Γυρ᾿στὸ ξύλο Μακεδ. (Βόιον). Μιˬὰ σπάθα πλατε͜ιὰ γυριστὴ κρεμόταν ἐμπρός του Δ. Βουτυρ., Μέσ᾿ στούς ἀνθρωποφάγ., 6. Τὸ κοdάρι ᾿ς τοῦ ἄκρου του ἔχει τσίγκρο γυριστὸ (τσίγκρο = μύτη) Ἄνδρ. (Κόρθ.) Γυριστὰ στιβάνιˬα (ἀνδρικὰ ὑποδήματα ἔχοντα τὸ καλύπτον τὴν κνήμην τμῆμα ἀνεστραμμένον κατὰ τὸ ἄκρον) Κρήτ. Γυριστὴ οὐρὰ Ἀθῆν. Γυριστὰ κλήματα (κλήματα τῶν ὁποίων οἱ κλάδοι συμπλέκονται κατὰ τὰ ἄκρα καὶ σχηματίζουν στεφάνην ἢ εἶδος κοφίνου ἀνεστραμένου) Θήρ. Γυριστὴ καμάρα (τοξοειδὴς ἁψὶς) Κρήτ. (Σφακ.) Γυριστὰ μητᾶτα (τυροκομεῖα ἐκτισμένα ἐν εἴδει θόλων) Κρήτ. β) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν σιδηρωτῶν, γυριστὰ κολλάρα (τὰ διπλούμενα) Ἀθὴν. Συν. ὠν. διπλᾶ. 4) Ἐπὶ ἐνδυμάτων, ὁ ἀνεστραμμένος Ζάκ. Πόντ. (Τραπ.) Χίος κ.ἀ. : Τὸ σουρτοῦκο μ᾿ γυριστὸν ἔν᾿ (σουρτοῦκο = ἀνδρικὸς ἐπενδύτης) Τραπ. Πβ. γυρισμένος. β) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν γεωργῶν, τὸ δεύτερον σκάψιμον ἀγροῦ, δι᾿ οὗ ἀναστρέφεται τὸ ἔδαφος Πελοπν. (Ἦλ.): Γυριστὸ σκάψιμο. 5) Ὁ ἐπανελθὼν δημοσίᾳ εἰς τὸ πάτριον χριστιανικὸν θρήσκευμα, τὸ ὁποῖον εἶχε προηγουμένως ἀπαρνηθὴ γενόμενος Μουσουλμάνος Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) Συνών. κλωστός. 6) Ὁ κύκλιος χορὸς Λυκ. (Λιβύσσ.) Σύμ. - Λεξ. Ἠπίτ. Συνών. γῦρος, Σαμιˬακός, χορὸς τῆς μουχούρτας 7) Θηλ., ἡ ἄτρακτος, ὡς περιστρεφομένη Κύπρ. 8) Ἡ ἀνέμη Λεξ. Δημητρ. : Βάλ᾿ τὸ γνέμα ᾿ς τὴ γυριστή. 9) Ἡ στρογγύλη αὐλὴ τῆς μάνδρας ζῴων Χάλκ. 10) Τὸ γλύκυσμα λουκουμᾶς εἰς σχῆμα κυκλικὸν Κάλυμν. : Τ᾿ ἅι Νdιρζᾶ θὰ κάμωμε ᾿υριστὲς (τ᾿ ἅι Νdιρζᾶ : τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου). Ἡ νύφ-φη δών-νει τῆς πετθερᾶς τσαὶ ᾿υριστές 11) Οὐδ., πρόχειρον θολοειδὲς κτίσμα χρησιμεῦον ὡς καταφύγιον τῶν ποιμένων Λεξ. Δημητρ. 12) Παιδιὰ κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ παίζοντες παῖδες, ρίπτοντες πρὸς τὰ ἄνω πέντε λιθάρια, ἀναστρέφουν ἀμέσως τὴν παλάμην διὰ νὰ κρατήσουν αὐτὰ καταπίπτοντα Κεφαλλ. 13) Παιδιὰ κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ παῖδες μοιράζονται εἰς δύο ἰσαρίθμους ὁμάδας καἰ φέρουν ἐναλλὰξ ἐπὶ τῶν ὤμων οἱ μὲν τοὺς ἀντιστοίχους ὅσον χρόνον διαρκεῖ ὁ στερεοτύπως ἐπαναλαμβανόμενος διάλογος Στερελλ. (Σιβ.) 14) Ὁ χαρταετὸς Ἰων. (Κρήν.) Συνών. ἀετὸς 7, ἥλιˬος, μπακαλιˬάρος, πετάσι, πεταχτό, χωνί. 15) Κατὰ πληθ., ἀνδρικὰ καὶ γυναικεῖα ὑποδήματα τὰ ὁποῖα ἐφαρμόζονται ἐπὶ τοῦ καλαποδίου, καθ᾿ ὃν χρόνον κατασκευά- ζονται, μὲ τὴν ἀνάστροφον ὄψιν, καὶ εἶτα μεταστρέφονται εἰς τὴν καλὴν Τῆλ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γυριστὸ Πελοπν. (Ξηροκ.) Γυριστὴ Μάντρα Κρήτ. (Αξ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA