γυροκόψιμον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυροκόψιμον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυροκόψιμον τό, Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γυροκόβω.
Σημασιολογία
1) Τὸ κόψιμον ἑνὸς πράγματος κατὰ τὰ ἄκρα αὐτοῦ, πέριξ. 2) Γυρόκομμαν, τὸ ὁπ. βλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA