γυρολωμιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυρολωμιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γυρολωμιˬάζω Νάξ. ᾿υροωμιˬάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾿ερολωμιˬάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυρολώμι.

Σημασιολογία

Περιρράπτω τὰ ἄκρα γυναικείων φορεμάτων, σενδονίων, κλινοσκεπασμάτων, σάκκων καὶ λοιπῶν πανίνων εἰδῶν οἰκιακῆς χρήσεως δι᾿ ἑτέρας λωρίδος ὑφάσματος πρὸς διακόσμησιν ἢ στερέωσίν των ἔνθ᾿ ἀν. : Πιάσ᾿ τὴ dραχηλιˬὰ νὰ τὴ ᾿εροωμιˬάσῃς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μιˬὰ ᾿υχιˬὰ bανὶ σταυρωτὸ εἶχα καί ᾿εροώμιˬασα τσὶ δυˬὸ πάνες αὐτόθ. Ἰὰ ᾿εροώμιˬασε τὸ τσουβάλι ἐτοῦτο, ᾿ιˬὰ θὰ ξεκάμῃ καὰ-καὰ (= θὰ ξηλωθῇ τελείως) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/