γυροπόταμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυροπόταμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυροπόταμο τό, Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) - Σ. Πασαγιάνν., Ἀντίλ., 28.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γῦρος καὶ ποτάμι.
Σημασιολογία
Γυροποταμιˬά, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν. Ἐκειˬὰ ὁθὲ dὸ γυροπόταμο δέσε τὴν αἶγα ἁποὺ ᾿ναι φυτρωμένος ἄγουστρος νὰ βοσκηθῆ Κρήτ. (Κίσ.) || ᾌσμ. Γυροποταμιˬά, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν. || ᾌσμ. Ἀποὺ τὰ γυροπόταμα δὲ λείπ᾿ ἡ πρασινάδα, μουδ᾿ ἀποὺ τὰ χειλάκιˬα σου ἡ ροδοκοκκινάδα Κρήτ. || Ποίημ. Τὰ πρόβατά τους οἱ βοσκοὶ ᾿ς τὰ ἡσκιˬώματα σταλίζουν, κάτου ᾿ς τὰ γυροπόταμα, ᾿ς τὶς ρεματιˬὲς τὰ γίδιˬα Σ. Πασαγιάνν., Ἀντίλ., 28.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA