γυροστρέφω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυροστρέφω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυροστρέφω Αἰμιλ. Δάφνη, Ν. Ἐστ 25 (1939), 225 Ν. Σφυρόερ., Ν. Ἑστ. 21 (1937), 121.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γῦρο καὶ τοῦ ρ. στρέφω.
Σημασιολογία
Περιστρέφω, στροβιλίζω ἔνθ᾿ ἀν.: Ποιήμ. Καὶ χάνονται μέσ᾿ ᾿ς τοῦ ἄπειρου τὰ νέφη, ποὺ ὁ χρόνος κ᾿ ἡ ζωὴ τὰ γυροστρέφει Αἰμιλ. Δάφνη, ἔνθ᾿ ἀν. Ἐνῷ ἀπὸ πάνω μου θανάτου βέλος καθέτως γυροστρέφει ᾿ς τὸ κενὸ Ν. Σφυρόερ., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA