γυφτολάχανο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυφτολάχανο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυφτολάχανο τό, Πελοπν. (Γαργαλ. Δυρράχ. Κάμπος Λακων. Λεῦκτρ. Μανιάκ. Μεσσην. Τριφυλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ λάχανο.

Σημασιολογία

Ἐδώδιμος πολυετῆς πόα μὲ ρίζαν πασσαλόμορφον τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. γύφτο Α13.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/