γυφτολόγι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτολόγι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυφτολόγι τό, ἐνιαχ. γυφτολόι Ἤπ.(Ξηροβούν.) Πελοπν. (Βάλτ. Γαργαλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γύφτος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λόγι, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Χατζιδ. Ἀθηνᾶ 22 (1910), 274 κ.ἑξ.
Σημασιολογία
1) Πλῆθος γύφτων ἔνθ᾿ ἀν. : Ἔναι ᾿ς τὴν Καρυˬὰ σταματημένο οὕλο τὸ γυφτολόι Πελοπν. (Γαργαλ.) 2) Μεταφ., σύνολον ἀτόμων ἐχόντων τὸ ἦθος γύφτων, ἤτοι κλεπτῶν καὶ ἀνηθίκων Πελοπν. (Βάλτ. Γαργαλ.) : Μνιˬὰ βολὰ εἴμαστε καλὰ ἐδῶ ᾿ς τὰ χτήματα. Τώρα μαζεύτηκε οὕλο τὸ γυφτολόι τῆς Βλαχόρουγας καὶ δὲν εἶναι ν᾿ ἀφήσῃς πρᾶμα ὄξ᾿ ἀπὸ τὸ σπίτι σου, σ᾿ τὸ κλέφτουνε Γαργαλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA