ἀγαθόκαλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγαθόκαλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγαθόκαλα τὰ, Πελοπν. ᾿gαθόκαλα Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ συμφύρ. τῶν οὐσ. ἀγαθὰ καὶ καλά.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων γνώμην ἀγαθήν, ἀγαθός, καλός: Γίγαντας ἀγαθόγνωμος ἄφινε νὰ τοῦ φεύγῃ λίγη λίγη ἡ δύναμί του, ὅμως φύλαγε στερνὴ καὶ τὴν ἐκδίκησί του. Συνών. καλόγνωμος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA