ἀγαθὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγαθὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγαθὰ τὰ,Ἄνδρ. Βιθυν. Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κέρκ. Κεφαλλ. Μακεδ. (Σιάτ.) Παξ. Πελοπν.(Ἀρκαδ. Δημητσάν. Λακων.) Πόντ. (Κοτύωρ.) κ.ἀ. ᾿γαθὰ Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀγαθά.
Σημασιολογία
1)Ἄφθονα προϊόντα, κατ᾿ ἐξοχὴν τῆς γεωργίας καὶ κτηνοτροφίας, χρήματα κττ. τὰ εἰς εὐζωίαν καὶ εὐτυχίαν συντείνοντα, ὁ πλοῦτος ἐν γένει Ἄνδρ. Βιθυν. Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κεφαλλ. Μακεδ. (Σιάτ.) Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Δημητσάν. Λακων.) Πόντ. (Κοτύωρ.) κ.ἀ.: Ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου νὰ μοῦ δώσῃς δὲ δέχομαι Ἀρκαδ. Ἔχει πολλὰ ἀγαθὰ Λακων. Νὰ τὰ χαίρεσαι τ᾿ ἀγαθά σου! (εὐχὴ) Ἀρκαδ.|| Φρ. Ἔχει ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ Παξ. Ἔχει τὰ καλὰ καὶ τ᾿ ἀγαθά του (ὅ,τι ἄν ἐπιθυμησῃ) αὐτόθ.|| Συνεκδ. ἐπὶ ἀφθονίας παντὸς ὑλικοῦ ἀγαθοῦ: Φρ. Σήμερα εἴχαμε τ᾿ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ (ἐπὶ δαψιλοῦς καὶ πλουσίας τραπέζης) Κεφαλλ. Εἶναι ᾿ς τ᾿ ἀγαθά του (εἶναι ὑπερευχαριστημένος ἐκ τῆς θέσεώς του) αὐτόθ. Εἶναι μέσα ᾿ς τ᾿ ἀγαθά της Ἀρκαδ. Ηὗρε τ᾿ ἀγαθὰ τςῆ ψυχῆς του Βιθυν. Ἠπέρασα τ᾿ ἀγαθά μου (διῆλθον τὴν περίοδον τῆς εὐτυχίας μου) Θήρ. Εὗρε τ᾿ ἀγαθά του (τὴν ἄνεσιν, τὴν ἐυζωίαν) Λακων. Ἠτραύηξὲνε τ᾿ ἀγαθὰ τῆς ζωῆς του (εἰρων. ἐπὶ τοῦ ὑποστάντος τὰ πάνδεινα) Ἄνδρ. Τέλεια ἀγαθά! (ἐνν. νὰ ἔχῃς. Εὐδαιμόνει κατὰ πάντα. Εὐχὴ) Σιάτ. Τ᾿ ἑφτὰ ἀγαθὰ καὶ τῆ πουλλί᾿ τὸ γάλα (τὸ ἄκρον ἄωτον τῆς εὐτυχίας) Κοτύωρ. Ἡ σημ. αὕτη ἤδη παρὰ μεταγν. Πβ. Λουκ. Εὐαγγ. 12,18 «καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὸν σῖτον καὶ τὰ ἀγαθά μου καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου, ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά, ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». 2)Ἀγροτικὴ περιουσία συνισταμένη εἰς ἀμπελῶνας, ἐλαιῶνας κττ. Κέρκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA