ἀγαπησιˬάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγαπησιˬάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγαπησιˬάρις ἐπίθ. Ἀθῆν. Ζάκ. Κυκλ. Πελοπν. (Πάτρ.) Σύμ. κ.ἀ. ἀγαπ᾿σιˬάρ᾿ς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) ἀγαπητσιˬάρις Παξ. ἀγαπησάρις Ζάκ. -Λεξ. Λάουνδ. ἀγαπητσάρις Ἤπ. ᾿γαπηκιˬάρις Σύμ. Θηλ. ἀγαπ᾿σιˬάρ᾿σσα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀγάπησα ἀορ. τοῦ ρ. ἀγαπῶ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 14. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ. Τὸ ἀγαπησάρις καὶ παρὰ Βλάχ.Τὸ ᾿γαπηκιˬάρις ἐκ τοῦ ἀγάπηκα.
Σημασιολογία
1)Φιλόστοργος, εὔσπλαχνος Ζάκ. Ἤπ. Παξ. Πελοπν. (Πάτρ.) κ.ἀ.: Ὁ μικρός της γιˬὸς εἶναι πλεˬὸ ἀγαπητσιˬάρις Παξ. Παιδὶ ἀγαπητσιˬάρικο ᾿ς τσοὺ γονέους του αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Βλάχ. Συνών. πονετικός, πονόψυχος. 2)Ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὸν ἔρωτα, ἐρωτύλος Ζάκ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Σύμ. κ.ἀ.: ᾎσμ. Εἶσ᾿ ὄμορφη κιˬ ἀρχοντικὴ καὶ νεˬὰ κιˬ ἀγαπησάρα Ζάκ. 3)Ὁ εὐκόλως ἀγαπώμενος, ἀξιαγάπητος Ἀθῆν. Ζάκ. Κυκλ. κ.ἀ.: Εἶναι ἀγαπησιˬάρις καὶ τὸν ἀγαποῦν ὅλα τὰ κορίτσιˬα Ἀθῆν. Παιδὶ ἀγαπησιˬάρικο Ζάκ. Συνών. ἀγαπήσιμος, ἀγαπητερός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA