ἀμμότοπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμμότοπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀμμότοπος ὁ, Ζάκ. Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Κρήτ. Κύπρ. Πελοπν. (Κορινθ.) -Λεξ. Κομ. Λάουνδ. Ἐλευθερουδ. Βλάστ. ἀμμοτουπους Μακεδ. (καταφύγ.) κ. ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἂμμος καὶ τὀπος. Ἡ λ. καὶ παρἀ Βλάχ.
Σημασιολογία
Τόππς, εἰς τόν ὁποίον ὑπάρχει ἂμμος. Συνών. ἀμμογε͜ιο, ἀμμόγη, ἀμμούδα 1, ἀμμουδάρα, άμμουδαριˬα, ἀμμουδιˬά 1, ἀμμουδιˬάρα, ἀμμουδούρα, ἀμμοῦσα 1
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA