ἀνακωχὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακωχὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνακωχὴ ἡ, λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Τὸ ἆρχ. οὐσ. ἀν κωχή.
Σημασιολογία
1) Προσωρινὴ διακοπὴ τῶν ἐχθροπραξιῶν μεταξὺ τῶν ἐμπολέμων λογ κοιν.: Ἔγινε ἀνακωχὴ. 2) Παῦσις, ἐπὶ μεταβολῆς εἰς τὸ καλύτερον ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως Κρήτ.: Ἡ βροχὴ ἔκαμε ἀνακωχἠ. Ὁ καιρὸς θὰ κάμῃ ἀνακωχή. Ἑτοιμαστῆτε ὅ,τι ὥρα κάνει ἀνακωχὴ νὰ φύγωμενε. Συνών. ἀνακοπὴ 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA