γυρευοσύνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυρευοσύνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυρευοσύνη ἡ, Πόντ (Οἰν.) γυρευοσύν Πόντ. (Σταυρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυρευὸς.

Σημασιολογία

Ἡ ἐπαιτεία ἔνθ᾿ ἀν.: Τὴν γυρευοσύν ἔμαθες· ν᾿ ἀφίντς ἀτο ᾿κ᾿ ἐπορεῖς (ἔμαθες τὴν ἐπαιτείαν καὶ δὲν ἠμπορεῖς νὰ τὴν εγκαταλείψῃς) Πόντ. (Σταυρ.). Συνών. γύρεμα 3, διˬακονιˬά, διˬακόνεμα, ζητε͜ιά, ζητιˬανιˬά, ζητουλιˬά, μπολιˬαριˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/