γυριστιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυριστιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυριστιˬὰ ἡ, Θρᾴκ. (Πλάγ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυριστής.

Σημασιολογία

Μονάδα μετρήσεως μήκους στήμονος πρὸ τῆς τοποθετήσεως εἰς τὸν ὑφαντικὸν ἱστόν: Πενήντα γυριστιˬὲς ἔκαναν ἕνα πάσμα (= τολύπην).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/