γυροβολῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυροβολῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυροβολῶ Γ. Ἐπαχτίτ., Προπύλ. 1(1900), 239 Ε. Λυκούδ., Ἡμερολ. Μεγὰλ. Ἑλλάδ. (1923), 120 - Λεξ. Πρω. Δημητρ. γυρουβουλάου Θεσσ. (Ἀργιθ.) Μακεδ. (Βροντ. Χαλκιδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) γυρ᾿βουλάου Στερελλ. (Ὑπάτ. Φθιῶτ Φωκ.) gυρουβουλάου Ἤπ. (Δωδών.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γῦρος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. - βολῶ. Ἡ μετοχ. γυροβολούμενος εἰς κώδικα τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ. Wassiliev, Aneed. (Graeko-Byz. (1898), 56 «καὶ ἀνασπάσει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἄρει αὐτὴν εἰς ὕψος ὡς μῦλον γυροβολούμενον».
Σημασιολογία
Α) Ἀμτβ., περιέρχομαι, περιφέρομαι ἔνθ᾿ ἀν. : Σὰ δὲν ἔ᾿ τί νὰ κά᾿, gυρουβουλάει ᾿ς τ᾿ς ροῦγις τ᾿ χουριˬοῦ Ἤπ. (Δωδών.) Ἄρπαξε μιˬὰ κλάρα καὶ γυροβόλαε Ε. Λυκούδ., ἔνθ᾿ ἀν. Ἄρχισαν νὰ γυροβολᾶνε περιπατῶντας σιγὰ καὶ σιγομιλῶντας Γ. Ἐπαχτίτ., ἔνθ᾿ ἀν || ᾈσμ. Πράσινα ροῦχα βάζει, ράσα φόριι, τοὺ bύργου - bύργου πάει κὶ γυρουβουλάει Μακεδ. (Χαλκιδ.) Β) Μεταβ. 1) Γυρίζω τι κυκλικῶς Μακεδ. (Βροντ.): Τ᾿ ἀρμένιˬα τὰ παίρ᾿ιν τὰ κουρτσου᾿λιˬα, τὰ γυρουβουλὰν᾿ κὶ ξιπατών᾿ν κάθι φύλλου κὶ λιˬέν᾿ «μ᾿ ἀγαπάει, δὶ μ᾿ ἀγαπάει» (ἀρμένι= ἡ ἄγρια μαργαρίτα). 2) Ἀπειλῶ τινα διὰ κυκλώσεως Θεσσ. (Ἀργιθ.) Στερελλ. (Ὑπάτ.) : Φρ. Μὶ γυρουβουλάει ἀρρώστιˬα Ἀργιθ. Συνών. φρ. μὲ περιτριγυρίζει, μὲ γυροφέρνει, μὲ φέρνει γῦρα, μὲ φέρνει γυροβολιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA