ἀγάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγάρα ἡ, Ζάκ.
Ετυμολογία
Ἰταλ. agara.
Σημασιολογία
Ἔρις, φιλονικία διαρκής, ἔχθρα:Ἔχουν ἀνάμεσό τους ἀγάρα || Φρ. Πιˬάνω ἀγάρα (ἀρχίζω νὰ φιλονικῶ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA