ἀγγε͜ιάστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγε͜ιάστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγγε͜ιάστρα ἡ, Μῆλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγγε͜ιό.
Σημασιολογία
Τὸ οὐροδόχον ἀγγεῖον. Συνών. ἀγγε͜ιὸ 1 δ, ἀμίλητο, γλαστρί, ἐπιδέξιο, καθοίκι, κατουρέλλι, κατουρογυˬάλι, κατουροκάνατο, κατουροκούμαρο, τσουκκάλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA