ἀγγε͜ιοχύστρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγε͜ιοχύστρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγγε͜ιοχύστρα ἡ, Ἰων. (Κρήν.) Χίος ἀgε͜ιοχύστρα Σῦρ. (Ἑρμούπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγγε͜ιὸ καὶ τοῦ ἔχυσα ἀορ. τοῦ ρ. χύνω. Περὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –τρα τῆς τὸ δρῶν πρόσωπον δηλούσης ἰδ. ΓΧατζιδ. Γλωσσολ. Μελέτ. 1,183 κἑξ.

Σημασιολογία

Ἡ τὸ οὐροδοχεῖον ἐκκενώνουσα καὶ καθαρίζουσα γυνή, ἡ ὑπηρέτρια, ὑβριστικῶς ἔνθ᾿ ἀν.: Νὰ χαθῇς ἀgε͜ιοχύστρα! Ἑρμούπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/