ἀγέμιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγέμιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγέμιστος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀγιˬόμιστος πολλαχ. ἀγιˬόμ᾿στους Μακεδ. Στερελλ. ἀγέμητος Πελοπν. (Ἀρκάδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γεμιστὸς<γεμίζω.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ πληρωθείς, κενὸς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Κουβᾶς ἀγέμιστος. Στάμνα ἀγέμιστη. Τουφέκι ἀγέμιστο σύνηθ. Ἀγέμητο σακκὶ Ἀρκαδ. || Φρ. Ἔχ᾿ ἀγιˬόμ᾿στου κιφά᾿ (ἐπὶ τοῦ μὴ πειθομένου ἢ δυσκόλως πειθομένου) Μακεδ. Συνών. ἀγέμωτος, ἄδε͜ιος. 2)Ὁ μὴ ἁδρυνθείς, ὁ μὴ ὡριμάσας, ἐπὶ καρπῶν,οἷον τῶν ὀσπρίων, σιτηρῶν κττ. Μέγαρ. Στερελλ. κ.ἀ.: Κουτσὰ-σπαρτὰ ἀγιόμιστα Νέγαρ. Σ᾿τάρι ἀγιόμ᾿στου Στερελλ. Ἀντίθ. μεστωμένος (ἰδ. μεστός, μεστώνω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA