ἀγένε͜ιος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγένε͜ιος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγένε͜ιος ἐπίθ. Σίφν. κ.ἀ. – ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 32

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀγένειος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων γένειον καὶ ἑπομένως μικρὸς τὴν ἡλικίαν ἔνθ᾿ ἀν.:Παροιμ. Ἀγένε͜ιο ζευγάρι, μαῦρο ἁλώνι (ὅταν ἄνθρωποι πολὺ μικρᾶς ἡλικίας ἀποτελοῦν ζεῦγος, δηλ. νυμφεύωνται, τότε κάμνουν μαῦρο ἁλώνι, δηλ. δὲν προκόπτουν εἰς τὰ τέκνα, τὴν διοίκησιν τοῦ οἴκου κττ. Ἡ μεταφ. ἐκ ζεύγους νεαρῶν βοῶν χρησιμοποιουμένου εἰς τὸ ἁλώνισμα. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 20 <1908>556 καὶ Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 7 <1910/1>29) Σίφν. || Ποίημ. Και εἶν᾿ ὁ νεκρὸς ξανθός, ἀγένε͜ιο παλληκάρι ΚΠαλαμ. ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. ἄγενος (II) 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/