ἀβύζαχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβύζαχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβύζαχτος ἐπίθ. ἀβύζαστος Καππ. (Ἀραβάν.) Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. ἀβύζαστους Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀβύτζαστος Σύμ. ἀβύζαχτος Ἤπ. Κρήτ. Μῆλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ. ἀβύζαχτους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. κ.ἀ. ἀβύζαγος Κεφαλλ. Πελοπν. (Γορτυν. Λακων. Σουδεν.) κ.ἀ. ἀβύζαγους Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βυζάνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1)Παθ. ὁ μὴ θηλασθεὶς Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Μῆλ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ.: Γίδα ἀβύζαχτη Ἤπ. Πρόβατα ἀβύζαχτη Λακων. Ἡ γυναῖκα μου εἶναι ἀβύζαχτη ἀπὸ χτὲς τὸ βράδυ Μῆλ. 2)Ἐνεργ. ὁ μὴ θηλάσας Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Καππ. (Ἀραβάν.) Κεφαλλ. Κρήτ. Κύπρ. Μακεδ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γορτυν. Λακων. Σουδεν.) Σύμ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.): Ὁ γιˬός του εἶναι ἀβύζαχτος Μῆλ. Ἀρνὶ-παιδὶ ἀβύζαχτο Ἀρκαδ. Ἑρμούπ. Ἤπ. κ.ἀ. Τὸ παιδὶ ἔμεινε ἀβύζαγο, γιˬ᾿ αὐτὸ εἶναι σκαρτσασμένο (δὲν ἐθήλασεν ἐπαρκῶς, καθ᾿ ἣν ἐποχὴν ἔπρεπε καὶ ἔμεινε καχεκτικὸν) Σουδεν. Συνών. ἀβυζάλιστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA