ἀβύθιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβύθιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβύθιστος ἐπίθ. Λεξ. Περίδ. ἀβύθ᾿γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βυθίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ βυθιζόμενος ἢ ὁ μὴ βυθισθεὶς ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀβύθ᾿γου ξύλου (μὴ βυθιζόμενον εἰς ὕδωρ) Αἰτωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA