ἀγάγγρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγάγγρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγάγγρωτος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. γαγγρώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ παθὼν παράλυσιν τῶν μελῶν τοῦ σώματος εἴτε ἐξ ἀσθενείας εἴτε ἐξ ἰσχυροῦ πλήγματος ἔνθ᾿ ἀν.: Ὅλεν τὸ κορμίν ἀτ᾿ς ἐγαγγρῶθεν καὶ τ᾿ ἕναν τὸ έρ᾿ν ἀτ᾿ς ἐπέμ᾿νεν ἀγάγγρωτον (ὅλον τὸ κορμί της παρέλυσε καὶ τὸ ἕν χέρι της ἔμεινεν ἀγ.) Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA