ἀγαλάτωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγαλάτωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγαλάτωτος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. γαλατώνω.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ ἀλειφθεὶς ἢ ὁ μὴ ρυπανθεὶς διὰ γάλακτος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Σκεῦος ἀγαλάτωτον Χαλδ. 2)Ὁ μὴ ἔχων, ὁ μὴ παρέχων πολὺ γάλα Πόντ. (Χαλδ.): Χτῆνον ἀγαλάτωτον (χτῆνον=ἀγελάς). Ἀντίθ. γαλατωμένος (δι᾿ ὃ ἰδ. γαλατώνω). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγάλατος. β)Ὁ μὴ συντελῶν εἰς τὴν παραγωγὴν πολλοῦ γάλακτος, ἐπὶ χόρτου Πόντ. (Χαλδ.): Χορτάρ᾿ ἀγαλάτωτον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/