ἀγαλάχτιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγαλάχτιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγαλάχτιστος ἐπίθ. Ἀθῆν. Ἄνδρ. Παξ. ἀγαλάχτιστους Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. γαλαχτίζω.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ χρισθεὶς διὰ διαλύσεως ἀσβέστου (πβ. γάλα καὶ γαλαχτιˬά), ἐπὶ τοίχου κττ. Ἄνδρ. Μακεδ.: Ἀγαλάχτιστο θὰ τ᾿ ἀφήκω τὸ σπίτι Ἄνδρ. 2)Ὁ μὴ ἐψιμυθιωμένος Μακεδ. 3)Ὁ μὴ γαλαχτισμένος, ἤτοι ὁ μὴ ζυμωμένος πολλὴν ὥραν διαβρεχομένων κατὰ διαλείμματα τῶν χειρῶν, ὥστε νὰ παραχθῇ γαλακτώδης ἐκ τοῦ ἀμύλου καὶ τοῦ ὕδατος οὐσία ἀπορροφουμένη βαθμηδὸν ὑπὸ τῆς ζύμης, μόνον ἐπὶ ζύμης καὶ ἄρτου Ἀθῆν. Παξ. κ.ἀ.: Ἀγαλάχτιστη εἶν᾿ ἡ ζύμη, θέλει ἀκόμη ζύμωμα Ἀθῆν. κ.ἀ. Ψωμὶ ἀγαλάχτιστο (μὴ ζυμωμένον καλά, τὸ ὁποῖον διὰ τοῦτο ἀκριβῶς εἶναι σφιχτὸ) Ἀθῆν. Τὸ ζ᾿μάρι εἶν᾿ ἀκόμη ἀγαλάχτιστο Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA