ἀγαλλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγαλλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγαλλιˬάζω Ἀθῆν. Ἤπ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. – ΧΧρηστοβασ. Διαγων. 51 ἀγαλλιˬάζου Ἤπ. (Ζαγόρ. Κόνιτσ.) Μακεδ. (Σισάν.) κ.ἀ. ᾿γαλλιˬάζω Κύπρ. κ.ἀ. Μέσ. ᾿γαλλιˬάζουμι Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ρ. ἀγαλλιῶ. Τὸ ρ. ἤδη καὶ μεσν. ὡς καὶ ὁ μέσ. τύπ. ἀγαλλιˬάζομαι. Πβ. Περὶ γέροντος στ. 160 (ἔκδ. Wagner σ. 110) «νὰ δροσιστῇ ἡ καρδούλλα σου, ὅλη ν᾿ ἀγαλλιάσῃ», Ξενιτ. στ. 32 (ἔκδ. Wagner σ. 204) «ὀλίγον ἀγαλλιάζεται καὶ παίρνει τον ὁ ὕπνος».
Σημασιολογία
1)Αἰσθάνομαι ἀπόλαυσιν καὶ χαράν, εὐχαριστοῦμαι πολύ, ἀγάλλομαι (α)ἐπὶ ἐμψύχων Ἀθῆν. Ἤπ. (Κόνιτσ. κ.ἀ.) Κύπρ. Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Ὅταν τῆς μιλᾶμε ἀγαλλιˬάζει Ἀθῆν. Ἔφαγα σῦκα κιˬ ἀγάλλιˬασα Ἤπ. Ἀγάλλιˬασε ἡ καρδιˬά μου Λακων. Ἐγάλλιˬασεν ᾿ποὺ τὲς γλυκάδες τῆς φωνῆς του Κυπρ. Ἀγάλλιˬασα π᾿ σ᾿ εἶδα ᾿ς αὐτὴ τὴν κατάστασ᾿ Ἤπ. ᾿Γαλλιˬάζουντι αὐτεῖν᾿ ἅμα τρών Αἰτωλ. ᾿Γαλλιˬάσ᾿κι ἀπ᾿ τὴν τύ᾿ (ηὐχαριστήθη ἀπὸ τὴν τύχη) αὐτόθ. Ἔδωσέν μου τ᾿ ἀέριν τ᾿ ἐγάλλιασα (μὲ ἐκτύπησε, μὲ ἐφύσησεν ὁ ἀέρας καὶ ηὐχαριστήθην) Κύπρ. Ἀγάλλιˬασα φαεῖ σήμερα (ηὐχαριστήθην ἀπὸ φαγητὸν) Κόνιτσ. (Συνών. φρ. φχαριστήθηκα φαεῖ). Ἀγάλλιˬασι ὕπνου τοὺ πιδὶ (ηὐχαριστήθη ἀπὸ ὕπνον τὸ παιδὶ) αὐτόθ.|| Φρ. Ἀγάλλιˬασα καὶ θαραπεύτηκα (ἐπὶ ἀπολαύσεως ποθητοῦ τινος πράγματος ἢ ἐπὶ ἀκδικήσεως προσώπου μισητοῦ) Ἠπ.|| ᾎσμ. Τραγούδησε, λεβέντη μου, τραγούδα ν᾿ ἀγαλλιˬάσω, νὰ πεταχτῶ σὰν τὸ πουλλὶ νὰ ᾿ρθῶ ᾿ς τὴν ἀγκαλεˬά σου Ἤπ. (β)Ἐπὶ ἀψύχων ΧΧρηστοβασ. ἔνθ᾿ ἀν.: Ἅμα πῆρε τὴ ντραγατικὴ ᾿ς τὸ χέρι, ἀγάλλιˬασαν τὰ χρήματα τοῦ μοναστηριˬοῦ φύλαγμα. Ἀμπέλιˬα, χωράφιˬα, λόγγους καὶ λιβάδιˬα τὰ κοίταζαν ἀπὸ μακρεˬὰ ἐκεῖνοι ποῦ θέλανε νὰ τὰ πατήσουν (ἀγάλλιˬασαν=ηὐχαριστήθησαν ἀπὸ φύλαγμα, ἀπὸ ἐπιτήρησιν). 2)Ἀναπαύομαι, ἡσυχάζω Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Σισάν.) Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ.: Πότι νὰ πιθάνου κὶ ν᾿ ἀγαλλιˬάσου! (ν᾿ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὰς φροντίδας τῆς ζωῆς) Ζαγόρ. Εἶνι σὰν τοὺ θιριˬό, σὰν τ᾿ ἀγρίμ᾿, δὲν ἀγαλλιˬάζ᾿ ντίπ Σισάν. β)Ναρκούμαι ἀπὸ εὐχαρίστησιν, χαυνοῦμαι (ὡς λ. χ. ὅταν ἀναπαύεταί τις εἰς τὴν θερμότητα τοῦ ἡλίου ἐν ὥρᾳ χειμῶνος) Κύπρ. κ.ἀ.: Ἐιˬουμάλιζά την τ᾿ ἐγάλλιˬαζεν (ἐιˬουμάλιζά=ἐθώπευον) Κύπρ. Ἡ σημ. αὕτη καὶ μεσν. Πβ. Ξενιτ. στ. 31 (ἔκδ. Wagner σ. 204) «ἐκ τὸν πολύν του τὸν δαρμὸν κι ἀπὸ τὸν λογισμὸν του | ὀλίγον ἀγαλλιάζεται καὶ παίρνει τον ὁ ὕπνος» Πβ. σύνθ. ἀναγαλλιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA