ἀγαλλιˬασμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγαλλιˬασμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγαλλιˬασμὸς ὁ, Ἠπ. (Ζαγόρ. Κόνιτσ. κ.ἀ)
Ετυμολογία
Τὀ μεσν. οὐσ. ἀγαλλιασμός.
Σημασιολογία
1)Ἀπόλαυσις, τέρψις Ἤπ. (Κόνιτσ. κ.ἀ.) : Τοὺ φαεῖ ἧταν ἀγαλλιˬασμὸς (ἐπροξένησεν εὐχαρίστησιν πολλὴν) Κόνιτσ. Συνών. ἀγάλλιˬασμα. 2)Ἀνάπαυσις, ἡσυχία Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA