ἀγαμησίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγαμησίλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγαμησίλα ἡ, Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγαμησιˬὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίλα.
Σημασιολογία
Ἡ ἀποχή, ἡ στέρησις τῆς συνουσίας: Πέθανα ἀπὸ ἀγαμησίλα. Συνών. ἀγαμησιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA