ἀγαναχτῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγαναχτῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγαναχτῶ κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ.) ἀγαναχτιˬῶ Πελοπν. (Τριφυλ.) ἀγαναχτάω Ζάκ. Παξ. κ.ἀ. ἀγαναχτάου Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ) ἀγαναχτοῦ Τσακων. ἀγιˬαναχτῶ Σύμ. ἀαναχτῶ Κάρπ. ἀναχτῶ Σύμ. ἀδαναχτῶ Κρήτ. ᾿γαναχτῶ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. (Πήλ. κ.ἀ.) Κρήτ. Μεγίστ. Πελοπν. (Οἰν.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σούρμ.) Ρόδ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) Σύμ. κ.ἀ. ᾿γανιˬαχτῶ Μακεδ. ᾿γανιχτῶ Μακεδ. (Πάγγ.) ᾿γιˬαναχτῶ Κῶς Σύμ. ᾿γαναχτάου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿δαναχτῶ Κρήτ. ἀγαναχτίζω Ζάκ. Ἤπ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. ἀγαναχτίζου Μακεδ. κ.ἀ. ᾿γαναχτίζω Καππ. (Σινασσ.) ᾿γιˬαναχτίζω Μεγίστ. Μέσ. ᾿γαναχτείουμαι Πόντ. (Κερασ.) Μετοχ. ἀναχτησισμένος Σύμ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ρ. ἀγανακτῶ. Τὸ ἀναχτῶ ἐκ συναιρέσεως τῶν δύο α μετὰ τὴν ἀποβολὴν τοῦ γ. Διὰ τὸ δ τοῦ ἀδαναχτῶ πβ. τὰ ὅμοια ἀβδουλουγῶ, διˬοφύρι, δροικῶ παρὰ τὸ ἀβγολογῶ, γιˬοφύρι, γροικῶ. Ἡ μετοχ. ἀναχτησισμένος ἐκ τοῦ ἀγαναχτισμένος κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ οὐσ. ἀνάχτησι.

Σημασιολογία

Α)Ἀμτβ. 1)Ὀργίζομαι Ἀθῆν. Ζάκ. Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ.) Καππ. (Σινασσ.) Κρήτ. Κυκλ. (Πάρ. Σῦρ.) Κῶς Μεγίστ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) Τσακων. κ.ἀ.: Τὴ gατάρα μου νά ᾿χῃς ποῦ μ᾿ ἔκαμες κιˬ ἀγανάχτησα Πάρ. Ἀγανάχτησ᾿ ἡ ψυχή μου Ἤπ. ᾿Γανάχτ᾿σι ἡ καρδιˬά μ᾿ Αἰτωλ. ᾿Γανάχτ᾿σι ἡ ψ᾿χή μ᾿ κὶ τό ᾿κανα ᾿φτὸ τοὺ κακὸ Ἀκαρναν. Θωρῶ τονε νά ᾿ναι πολλὰ ἀγαναχτισμένος Κρήτ. Πβ. ξεγαναχτῶ. β)Ἀδημονῶ, στενοχωροῦμαι, μετὰ δυσκολίας πράττω, ἀποκτῶ τι Ζάκ. Ἤπ. Κάρπ. Κρήτ. Κυκλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.) Σύμ. Σῦρ. κ.ἀ.: Ἀγανάχτησ᾿ ἡ καρδιˬά μου Λακων. Ἀγαναχτῶ νὰ πουλήσω τὸ γάλα Σῦρ. Ἐανάχτησα σὰ εἶα τὸ παιὶ μισοτελε͜ιωμένο (ἐστενοχωρήθην, ὅταν εἶδον τὸ παιδὶ κτλ.) Κάρπ. Ἐγανάχτεσεν ἡ ή μ᾿ (ἡ ψυχὴ μου) Κοτύωρ. Ζωὴ ἀγαναχτισμένη (πλήρης θλίψεων καὶ βασάνων) Ἀρκαδ. Κυκλ. κ.ἀ. ᾿Γαναχτεμένον ψωμὶν τρώγει (ψωμὶ ἀποκτώμενον μετὰ πολλοῦ μόχθου, ἤτοι ζῇ ἐν οἰκονομικῇ δυσπραγίᾳ, ἐν πενίᾳ) Κερασ. (Ἀντίθ. ἀγανάχτετον ψωμίν, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀγανάχτητος 2).|| Φρ. Ἐγανάχτησα κ᾿ ἐλλιˬοπίστησα (ἐστενοχωρήθην, ὑπέφερα πολύ. Περὶ τοῦ ἐλλιˬοπίστησα πβ. ἀλλοπιστῶ=ἀλλάζω τὴν πίστιν ἀναγκαζόμενος ὑπὸ τῶν βασάνων) Κρήτ. Ἒ τὸν ἀναχτησισμένο! (ἀναχτησισμένος=ὁ ἄξιος νὰ ὑποστῇ στενοχωρίαν. Ἀρὰ) Σύμ. (Συνών. φρ. ἔ τὸν ἀναθεματισμένο!) Ἄι τ᾿ ἀναχτησισμένα! (ἐπί ἀπορίας, θαυμασμοῦ κττ.) ἀυτόθ. γ) Βραδύνω, ἀργῶ Κρήτ.: Ἦτον ὁ δρόμος χαλασμένος καὶ ὁ γάιδαρος βαρυφορτωμένος καὶ κακὸς κιˬ ἀγανάχτησα νὰ ᾿ρθω.|| Φρ. ᾿Γαναχτᾷ νά ᾿ρθῃ (σπανίως ἔρχεται). ᾿Γαναχτᾷ (δύσκολον εἶναι).|| Γνωμ. Ἡμέρα ποῦ πάει κιἀνενιοῦς κακὰ ᾿γαναχτᾷ νὰ μουdίσῃ (νὰ σκοτεινιάσῃ. Ὅταν ὑποφέρῃ τις, φαίνεται εἰς αὐτὸν ὅτι ἀργεῖ νὰ βραδυάσῃ, ὅτι ἡ ἡμέρα εἶναι χρόνος). 2)Κουράζομαι, ἀποκάμνω, ἀπαυδῶ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Ἰόνιοι Νῆσ. Κρήτ. Κυκλ. Μακεδ. (Καταφύγ. Πάγγ.) Παξ. Πελοπν. (Λακων. Τριφυλ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σούρμ.) Σάμ. Σύμ. κ.ἀ.: Ἀγανάχτησα ὥς που νά ᾿ρθω Ἤπ. Ἀγανάχτησα ὅσο νὰ τελε͜͜ιώσω τὸ χωράφι αὐτόθ. Ἀγανάχτησα νὰ τὸ κατορθώσω Λακων. Ἐγανάχτησα νὰ βρῶ νερὸ Κρήτ. Ἐγανάχτησα νὰ τὸ κάμω αὐτόθ. Ἐγανάχτησες νὰ μὲ φτάξῃς αὐτόθ. Ἀγανάχτησα νὰ τοῦ δώσω νὰ τὶ πολλὰς κοιμήθαμε! Γανάχτεσαμε πολλὰ καὶ γιˬὰ τ᾿ ἀεῖνο! (τί πολὺ ἐκοιμήθημεν! ἐκουράσθημεν πολὺ καὶ διὰ τοῦτο) Ἀμισ. Ἐπορπάτεσε πολλὰ τ᾿ ἐγανάχτεσε Ὄφ. Ἀγιανάχτησα ᾿ς π᾿ ᾿ὰ τὸ κάμω (ὥς που νὰ κτλ.) Σύμ. ᾿Γαναχτεμένος εἶμαι (κατάκοπος) Ὄφ. Εἶσαι ἀγαναχτισμένος, μὴ πίνῃς νερὸ Ἤπ. Ἀτὸς πάλ᾿ ᾿γαναχτισμένος καὶ πεινασμένος ᾿κάτσε καὶ ἔφαγε ἀντάμα τουνε (καὶ αὐτός κουρασμένος καὶ πεινασμένος ἐκάθισε καὶ ἔφαγε μαζί των. Ἐκ παραμυθ.) Ἀμισ.|| Παροιμ. Ἀντάμα τρέχομε, ἀντάμα ἀγαναχτοῦμε (ὁ ἀνταγωνισμὸς ἀποβαίνει συνήθως ἐπιζήμιος εἰς ἀμφοτέρους τοὺς ἀνταγωνιζομένους) Ἰόνιοι Νῆσ.|| ᾎσμ. Κ᾿ ἐγὼ νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ, γιˬατ᾿ εἶμαι ἀγρυπνισμένος κιˬ ἀπὸ τὴ στράτα τὴν πολλὴ εἶμαι ἀγαναχτισμένος Κρήτ. Πβ. ἀπογαναχτῶ. Συνών. ἀποσταίνομαι (δι᾿ ὃ ἰδ. ἀποσταίνω), δειλιˬάζω, κουράζομαι, τρομάζω. 3)Ἀσθμαίνω ἐκ τοῦ καμάτου Θεσσ. Μακεδ. (Βογατσ.) κ.ἀ. Συνών. λαχανιˬάζω. 4)Διψῶ. Συνήθως ἡ μετοχ. ἀγαναχτισμένους=διψαλέος Μακεδ. (Καταφύγ.) Συνών. γανιˬάζω. Β)Μετβ. 1)Κάμνω τινὰ νὰ ἀγανακτήσῃ, ἐξοργίζω, ἐρεθίζω Σῦρ.: Μ᾿ ἀγανάχτησε σήμερα τὸ γαϊδουράτσι (μὲ ἐξηρέθισε μὴ τιθασευόμενον). 2)Στενοχωρῶ, καταπονῶ ψυχικῶς Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ.): Ἀβοῦτο ἡ κρίσις ἐγανάχτεσε με (αὐτὴ ἡ δίκη μὲ ἐστενοχώρησε) Κερασ. Τ᾿ ἄλεγον ἐγανάχτεσε με (ἄλεγον=ἵππος) Ἀμισ. Ἡ δουλεία ᾿κὶ ᾿γαναχτᾷ με, τὰ στενοχωρίας ᾿γαναχτοῦνε με (ἡ ἐργασία δὲν μὲ καταπονεῖ, αἱ στενοχωρίαι μὲ κουράζουν) Κερασ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/