ἀγανιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγανιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγανιˬάζω Πελοπν. (Λακων.) ἀγανιˬάζου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄγανο.
Σημασιολογία
1)Γεννῶνται ἐν ἐμοὶ ἄγανα, ἀποκτῶ ἀθέρα, ἐπὶ τῶν σταχύων Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Τοὺ σ᾿τάρ ἀγανιˬάζ᾿ τοὺ Μάι. Ἀγάνιˬασι τώρᾳ τοὺ κ᾿θάρ᾿ (κριθάρι). Ἀγανιˬασμένου σ᾿τάρ᾿. 2)Δέχομαι ἄγανα εἰς τὰ ἐνδύματά μου, προσκολλῶνται ἐπ᾿ ἐμοῦ αἱ βελονοειδεῖς ἀποφύσεις τοῦ ἀθέρος στάχυος Πελοπν. (Λακων.): Θ᾿ ἀγανιˬάσῃς, μὴν πάς μέσ᾿ ᾿ς τὸ σιτάρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA