ἀγανόκοπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγανόκοπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγανόκοπος ἐπίθ. Νάξ. ἀανόκοπος Νάξ. (Φιλότ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγανοκοπῶ ἀπὸ τοῦ θέμ. τοῦ ἐνεστ. τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τῆς προπαροξυτονίας. Ἰδ. ἀ- στερητ. 2 α.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου δὲν ἔχουν ἀποκοπῆ τὰ ἄγανα, ἤτοι ὁ ἀθήρ ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀανόκοπο ᾿έννημα (γέννημα) Φιλότ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/