ἀγάπη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγάπη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγάπη ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰ. Τραπ. Χαλδ.) ἀγάπη Πόντ. (Ὄφ.) ἀγάπ᾿ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Χαλδ.) κ.ἀ. ἀγάπε Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) ἀϊγάπη Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀgάπη Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀγάκη Τσακων. ἀδάπη Κάρπ. ἀάπη Κάρπ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Χίος (ἔνθα καὶ ἀγάπη) κ.ἀ. ἄπη Χίος (Πυργ.) ἐγάπη Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἐγάπ᾿ Πόντ. ἐγάπε Πόντ. (Κερασ.) ᾿γάπη Ἀστυπ. Κάλυμν. Κῶς κ.ἀ. ἀgαπία Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Γενικ. ἑνικ. ἀαπῆς Χίος (Πυργ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀγάπη. Τὸ ἀgαπία κατὰ τὸ συνών. φιλία. Τὸ ἐγάπη ἔχει τὸ ε κατ᾿ ἀναλογικ. ἐπίδρασιν τοῦ ἐγάπεσα ἀόρ. τοῦ ρ. ἀγαπῶ. Ἡ γενικ. ἀαπῆς κατὰ τὸ συνών. καλῆς εὐχρηστεῖ πάντοτε ἑπομένων τῶν ἐγκλινομένων προσωπικῶν ἀντων. μου-σου κτλ., ὡς τῆς ἀαπῆς μου-σου κτλ.

Σημασιολογία

1)Στοργή, φιλικὴ διάθεσις πρὸς τινα κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἔχει μεγάλη ἀγάπη ᾿ς τὸ παιδί του. Δείχνει πολλὴ ἀγάπη ᾿ς τὸν πατέρα του. Ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη ποῦ τοῦ ἔχω ἔρχεται κάθε μέρα καὶ μὲ βρίσκει. Ἔχομε ἀγάπη (διακείμεθα φιλικῶς πρὸς ἀλλήλους) κοιν. Ἔχει ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ της (ἀγαπᾷ τὸ παιδί της) Ἀθῆν.|| Φρ. Γιˬὰ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Γιˬὰ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ! (λέγεται ὑπὸ τοῦ παρακαλοῦντος ὡς ἐξορκισμὸς τοῦ πρὸς ὃν ἀπευθύνεται ἡ παράκλησις) κοιν.|| Παροιμ. φρ. Ἀγάπη καὶ φιλιˬὰ (λέγεται εἰρων. ὑπὸ τοῦ ζητήσαντος παρὰ φίλου χάριν τινά, λαβόντος δὲ ἀρνητικὴν ἀπάντησιν) πολλαχ. Εἶναι ᾿ς τοὶς ἀγάπες τους (ἐπὶ ἐκδηλώσεως ἀμοιβαίων φιλικῶν συναισθημάτων δύο προσώπων) πολλαχ. Τ᾿ς ἀγάπης εἶσαι! (εἶσαι ἄξιος νὰ ἀγαπᾶσαι. Εἰρων. ἀπόκρισις πρὸς τὸν ἐρωτῶντα ἀγαπᾷς με;) Ὄφ. Καλῶς τὴν ἐγάπη σ᾿ (ἀπόκρισις κατὰ τὴν συνάντησιν πρὸς τὸν προσαγορεύοντα διὰ τοῦ καλῶς ὥρισες) αὐτόθ. Τί ἀγάπη, τί ἀπάτη! (ἐπὶ τοῦ δολιευομένου τινὰ ἐν προσχήματι φιλίας) Πελοπν. (Λάστ.) Ἔχει τὴν ἀγάπη τοῦ γάττη (ἐπὶ τοῦ βλάπτοντος τὸν ἀγαπῶντα καὶ περιποιούμενον αὐτὸν) Κρήτ. Ἡ ἀγάπη παέι μπροστὰ (ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται μεγαλυτέραν ἀγάπην πρὸς τὰ τέκνα του, τὰ ὁποῖα τρόπον τινὰ πηγαίνουν ἔμπροσθέν του, παρὰ εἰς τοὺς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν ὄπισθεν ἢ τοὺς ὁποίους ἄφησεν ὀπίσω του) Πελοπν. (Τρίπ. κ.ἀ.) Παροιμ. Κοντὸς λογαριασμός, μακρινὴ ἀγάπη (ὅτι ἐκ τῆς ταχείας διευθετήσεως τῶν λογαριασμῶν εἰς τὰς ἐμπορικὰς συναλλαγὰς καὶ τὰς οἰκονομικὰς ἐν γένει σχέσεις ἐξαρτᾶται ἡ διατήρησις τῆς μακρᾶς φιλίας) Πελοπν. (Μάν.) Ἡ δεύτερη ἀγάπη εἶναι σὰν τὰ ξαναζεσταμένα λάχανα (διὰ τῆς συνδιαλλαγῆς τῶν ἐρισάντων πρὸς ἀλλήλους φίλων ἢ τοῦ χωρισθέντος ἀνδρογύνου δὲν ἀποκαθίσταται ἀκμαία καὶ ἄδολος ἡ προτέρα ἀγάπη) Πελοπν. (Δημητσάν.) Ἡ πουλλὴ ἀγάπ᾿ φέρ᾿ κὶ πουλλὴ ἀμά᾿ (ἐνίοτε ἡ πολλὴ ἀγάπη μεταστρέφεται εἰς μῖσος) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Ἑ ἀγάπη σου χαλᾷ με τσ᾿ ἑ ἀγάπη σου φελᾷ με (λέγεται πρὸς τὸν δυσαρεστηθέντα εἰς ἔνδειξιν περιφρονήσεως τῶν ἀπειλῶν του) Μεγίστ. Γιˬὰ τοῦ Χάλdη τὴν ἀγάπην | κλίσκουμαι φιλῶ τ᾿ ἀχάντιν (πρὸς χάριν τοῦ ἐκ Χαλδίας χωρικοῦ κύπτω καὶ φιλῶ τὴν ἄκανθαν. Ἐπὶ τοῦ ἕνεκα κέρδους ὑπομένοντος ἐξευτελισμοὺς ὡς ὁ ἐξευτελιζόμενος διὰ τὸν αὐτὸν λόγον ὑπὸ χωρικοῦ τῆς ἐπαρχίας Χαλδίας, ὁ ὁποῖος νομίζεται ἀγροῖκος καὶ βάναυσος) Κερασ. Συνών. ἀγάπημα 1. β)Θωπεία, μόνον κατὰ πληθ. σύνηθ.: Μοῦ κάνει ἀγάπες ὁ μικρὸς μου (ἐπὶ τῶν περιπτύξεων μικροῦ παιδίου). γ)Συνδιαλλαγή, συμφιλίωσις τῶν πρότερον ἐχθρικῶς διακειμένων Κεφαλλ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Πόντ. (Κερασ.) Σῦρ. κ.ἀ.: Φρ. Κάνω ἀγάπη (συμφιλιοῦμαι) Κεφαλλ. Ἔκαμαν ἀάπην Λιβύσσ. Εὐτγω ἀγάπην (κάμνω ἀ.) Κερασ. Ἡ σημ. αὕτη καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. 6882 P (ἔκδ. Schmitt) «τρέβαν ἔποικεν μετ᾿ αὐτόν, ἀγάπην χρόνον ἕνα | διὰ νὰ στέκῃ ὁ πόνος του εἰρηνοποιημένος». 2)Ὁ μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς γεννώμενος φυσικὸς πόθος, ὁ ἔρως κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Εἶχαν ἀγάπη χρόνιˬα οἱ δυˬό τους. Τὴν πῆρε ἀπὸ ἀγάπη. Ξέχασε τοὶς παλα͜ιὲς ἀγάπες κ᾿ ἔπιασε καινούργιˬες. Τῆς ὡρκίστηκε αἰώνιˬα καὶ πιστὴ ἀγάπη κοιν. Πολλὰ ἀγάπ᾿ ἔ᾿ ᾿ς σὰ πατήδς (πολλὴν ἀγάπην ἔχει εἰς τὰ κοράσια) Ὄφ.|| Φρ. Κάνω ἀγάπες μὲ τὴ δεῖνα (ἐρωτοτροπῶ). Πιˬάνω ἀγάπη μὲ τὴ δεῖνα (ἐρωτεύομαι τὴν δεῖνα καὶ μὲ ἐρωτεύεται καὶ αὐτὴ). Εἶναι ᾿ς τοὶς ἀγάπες τους (ἐπὶ τῶν ἐρωτευμένων ἢ νεονύμφων) κοιν. Ἀγάπης εἶναι (εἶναι τῆς ἀγάπης, ἤτοι ἐλεύθερος, ἄγαμος, κυρίως ἔχων τοιαύτην ἡλικίαν, ὥστε νὰ προσελκύῃ τὴν ἀγάπην, δηλ. τὸν ἔρωτα τῶν γυναικῶν) Νάξ. (Ἄνω Ποταμ.)|| Παροιμ. φρ. Ἡ ἀγάπη ἀπὸ τὰ μάτιˬα πιˬάνεται (ὁ ἔρως ἐκ τῶν ἀμοιβαίων βλεμμάτων γεννᾶται) πολλαχ. Ἡ ἀγάπη εἶναι δανεικε͜ιὰ (ὁ ἔρως διατηρεῖται μόνον, ὅταν εἶναι ἀμοιβαῖος) Πελοπν. (Δημητσάν.) Χίος κ.ἀ. Ἡ ἀγάπη εἶναι στραβὴ (πολλάκις αἰσθάνεται τις ἔρωτα πρὸς πρόσωπον, τὸ ὁποῖον κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην δὲν εἶναι ἱκανὸν ἢ κατάλληλον νὰ ἐμπνεύσῃ αὐτὸν) Σῦρ. κ.ἀ. Ἡ ἀγάπη ψωμὶ δὲν φέρνει (ὁ ἔρως μόνος δὲν ἀρκεῖ πρὸς εὐτυχίαν τῶν συζύγων) Ἀθῆν. Δημητσάν. κ.ἀ. Ἀγάπη καὶ βῆχας δὲν κρύβονται (ὁ ἔρως προσώπου τινὸς πολὺ εὐκόλως δύναται νὰ καταστῇ γνωστὸς εἰς τοὺς ἄλλους) πολλαχ. Καμένος ἔν᾿ τ᾿ γάπ᾿ς (εἶναι ἐρωτόληπτος. τ᾿ γάπ᾿ς ἐκ τοῦ τῆ ἀγάπης=τῆς ἀ.) Χαλδ. -Παροιμ. Ἡ ὀρφανιὰ κ᾿ ἡ ξενιτε͜ιά,ἡ πίκρα κ᾿ ἡ ἀγάπη, ὅλα ἐμετρηθήκανε, βαρύτερ᾿ εἶν᾿ ἡ ἀγάπη (ὅτι ἐκτῶν τεσσάρων μεγάλων δεινῶν, τῆς ὀρφανίας, τοῦ ἐκπατρισμοῦ, τῆς λύπης καὶ τοῦ ἔρωτος, βαρύτατον δεινὸν εἶναι ὁ ἔρως) Πελοπν. (Μεσσ.)|| ᾎσμ. Ἀπὸ τὰ χείλη πηγαδιˬοῦ δὲ λείπει πρασινάδα, ἀγάπη χωρὶς πείσματα δὲν ἔχει νοστιμάδα πολλαχ. Παλα͜ιὰ ἀγάπη μὴν ἀφήσῃς | καὶ καινούργιˬα ν᾿ ἀρχινήσῃς, κ᾿ ἡ παλα͜ιὰ θὰ καινουργιˬώσῃ | κ᾿ ἡ καινούργιˬα θὰ παλα͜ιώσῃ Θήρ. Τ᾿ ἀναστενάματ᾿ ἔν᾿ πολ-λὰ περίτου ᾿ποὺ τὸ κλάμαν, σὰν τῆς ἀάπης τὸν καμὸν ᾿ὲν ἔν᾿ κανέναν πρᾶμαν (περίτου=περισσότερον) Κύπρ. Κόρ᾿, ἡ ἀγάπ᾿ σ᾿ ἐποίκε με ζαντὸν καὶ δαιμονέαν, ᾿ποίκε με κρασοδαίμοναν καὶ ραγομεθυστέαν (κόρη, ἡ ἀγάπη σου μὲ ἔκαμε τρελλὸν καὶ δαιμονισμένον, μὲ ἔκαμε νὰ πίνω ὑπερβολικὰ οἷνον καὶ νὰ μεθύσκωμαι πίνων ρακὶ) Κερασ. Ἡ σημ. αὕτη καὶ παρὰ τοῖς μεταγν. Πβ. Π.Δ. (ᾎσμ. 2,4) «εἰσάγετέ με εἰς οἷκον τοῦ οἴνου, τάξετε ἐπ᾿ ἐμὲ ἀγάπην, στηρίσατέ με ἐν μύροις, στοιβάσατέ με ἐν μήλοις, ὅτι τετρωμένη ἀγάπης ἔγὼ». Συνών. ἀγάπημα 2. 3)Τὸ ἀγαπώμενον πρόσωπον, συνήθως ἐπὶ τῆς ἐρωμένης σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.): Τὶ γίνεται ἡ ἀγάπη σου; -Ἡ ἀγάπη μου κάνει πείσματα! Δὲ μπορῶ, ἀγάπη μου! Τί θέλεις, ἀγάπη μου! σύνηθ.|| ᾌσμ. Ἡ αγάπη μου παρήγγειλι νὰ πά᾿ νὰ τὴ φιλήσου ᾿ς τὴν ἱβδουμάδα δυˬὸ φουρές, ᾿ς τοὺ μῆνα τρεῖς κὶ πέντι Μακεδ. Σκύψα νὰ δῶ τὸν οὐρανὸ τσ᾿ εἶδα ᾿κκλησιˬὰ μὲ βδῆμα, εἶδα τσαὶ τὴν ἀγάπη μου ᾿ς τὴ μέσην τσ᾿ ἐπροσκύνα Μεγίστ. Ποῦ θὰ ᾿βρω μαῦρον ἄλοο τσαὶ μαῦρον καβαλλάρι νὰ φέρω τὴν ἀάπη μου κάτω ἀπὸ τὸν ᾍδη; Χίος Εἶντα πελ-λάραν ἔκαμα νὰ ᾿ρτω ᾿ποὺ τὸ χωρκόν μου, ν᾿ ἀφήκω τὴν ἀάπην μου νὰ κλαίῃ ταπισών μου (τί ἀνοησίαν ἔκαμα νὰ ἔλθω ἀπὸ τὸ χωρίον μου, νὰ ἀφήσω τὴν ἀγάπην μου νὰ κλαίῃ ὁπίσω μου) Κύπρ. Ἐγὼ μὲ τὴν ἀγάπην μου φιλιˬὰν κιˬ ἀγάπην ἔχω Τῆλ. Ἐννέα βουκόλ᾿ ὠρίαζαν ἐννέα ιλδες πρόβας, οἱ πέντ᾿ ἐδῆβαν ᾿ς σὴ φιλὴν κ᾿ οἱ τρεῖοι ᾿ς σὴν ἀϊγάπην (ἐννέα βουκόλοι ἔβοσκον ἐννέα χιλιάδες πρόβατα, οἱ πέντε ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς φίλας των καὶ οἱ τρεῖς πρὸς τὰς ἐρωμένας των) Τραπ. Ἡ σημ. αὕτη καὶ μεσν. Πβ. Περὶ γέροντος στ. 66 (ἔκδ. Wagner σ. 108) «βάλε τὰ ροῦχα τὰ ᾿μορφα, ἀγάπη μου, στολίσου». Συνών. ἀγάπημα 3. β)Ἡ κλητ. ὡς κλητικὸν ἐπιφών. Νάξ. κ.ἀ.: Ἀγάπη μου, κ᾿ εἶdα ᾿ν᾿ αὐτὸς! (ἇ, πόσον ὡραῖος εἶναι!) Νάξ. Συνών. μάτιˬα μου. 4)Κόρη ἀξία νὰ ἀγαπηθῇ, ἀξιέραστος Θρᾴκ.: ᾎσμ. Ἀγαποῦσα μιˬὰν ἀγάπη, ἦταν ἄσπρη καὶ παχε͜ιά, ἦταν καὶ ὀρταbοϊλήδ᾿σσα, εἶχε καὶ ξανθά μαλλιˬὰ (ὀρταbοϊλήδ᾿σσα=ἡ ἔχουσα κανονικὸν ἀνάστημα). 5)Εὐσπλαχνία, ἔλεος Ἄθως: Φρ. κάμνω ἀγάπη (εὐσπλαχνίζομαι). Ἡ σημ. ἤδη μεσν. Πβ. Μόσχ. Λειμωνάρ. 19 (P.G. 87,2865) «ἐδίψησα ἐκ τοῦ πολλοῦ καύσωνος, ἀλλὰ ποίησόν μοι ἀγάπην, δός μοι ὀλίγον ὕδωρ». Πλείονας μαρτυρίας ἰδ. παρὰ Δουκ. 6)Ὁ ἑσπερινὸς τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα (ἐκ τοῦ ἐθίμου τοῦ φιλήματος τῆς ἀγάπης γινομένου καὶ νῦν ἔτι πολλαχοῦ ὑπὸ τῶν ἀνδρῶν κατὰ τὸν ἑσπερινὸν τοῦτον) σύνηθ.: Ἐχτύπησ᾿ ἡ ἀγάπη (ἐσήμανεν ὁ κώδων τῆς ἐκκλησίας διὰ τὸν ἑσπερινὸν τῆς ἀγάπης). Πάω ᾿ς τὴν ἀγάπη. Τὴν ὥρα τῆς ἀγάπης σύνηθ. Φουρᾶν οὕλα τὰ λαμπριˬάτ᾿κα τ᾿ς ᾿ς τὴν ἀγάπη (φοροῦν ὅλα τὰ πασχαλινά, ἤτοι τὰ ὡραῖα φορέματά των, εἰς τὸν ἑσπερινὸν τοῦ Πάσχα) Αἰτωλ. Ἡ λ. καὶ ὡς ὄν. κύριον γυναικὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ), τοπων. Τῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/