ἀγάπημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγάπημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγάπημα τό, ἀμάρτ. ἀγάπεμαν Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ᾿gάπημα Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀάπημα Κάρπ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν οὐσ. ἀγάπημα.

Σημασιολογία

1)Ἡ στοργικὴ πρὸς τινα διάθεσις, ἀγάπη Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Τ᾿ ἀτουνοῦ τ᾿ ἀγάπεμαν ἐγὼ ᾿κὶ θέλ᾿ ἀτο (αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἀγάπην ἐγὼ δὲν τὴν θέλω) Χαλδ. Πολλὰ ἀγάπεμαν ἐγάπεσ᾿ ἀτον (πολλὴν ἀγάπην ἠγάπησα αὐτὸν, ἤτοι σφοδρῶς ἠγάπησα) Κερασ. κ.ἀ. Συνών. ἀγάπη 1. β) Συνδιαλλαγή, συμφιλίωσις Πόντ. (Κερασ.) 2)Ἔρως Καλαβρ. (Μπόβ.) Κάρπ. Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.): Φρ. Τὸ πολλὰ τ᾿ ἀγάπεμαν καλὸν ᾿κ᾿ ἔν᾿ (ὁ σφοδρὸς ἔρως δὲν εἶναι καλὸν πρᾶγα) Τραπ. Συνών. ἀγάπη 2. 3)Ὁ προκαλῶν τὸν ἔρωτα, ὁ ἐρώμενος Κάρπ.: ᾎσμ. Καλῶς το τ᾿ ἀρκοντόπουλλο τ᾿ ἀουροϊωματάρι, τῶν κορασιˬῶν τ᾿ ἀάπημα κ᾿ ἐμοῦ ζωὴ κιˬ ὀρπίδα (ἀουροϊωματάρι ἐκ τοῦ ἀγουροδιˬωματάρι=τὸ ἔχον μορφὴν ἀγούρου, νεανίου ὡραίου). Συνών. ἀγάπη 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/