ἀμανὲς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμανὲς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀμανές ὁ, κοιν. ‘μανὲς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Κομοτ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ.)Ἴμβρ. Ἰων. (Σμύρν.)Κωνπλ. Λυκ. (Λιβύσσ.)Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. emané.
Σημασιολογία
1)ᾎσμα, εἰς τὸ ὁποῖον παρεμβάλλεται πολλάκις ἡ λέξις ἀμὰν καὶ τὸ ὁποῖον ᾄδεταικατὰ τὴν Τουρκικὴν μελῳδίαν κοιν.:Τραγουδεῖ ἀμανέ. ||Φρ. Παίρνει ψηλὰ ἤ παιρνει πολὺ ψηλὰ τὸν ἀμανὲ (ὑπεριφανεύεται, μεγαλαυχεῖ. Συνών. φρ. παίρνει ψηλὰ τὸ χερουβικὸ)κοιν. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Μανὲς καὶ ἐπών. Θήρ. 2)Τὸ κατὰ τὸν κλήδωνα ἀπαγγελλόμενον δίστιχον, ἐξ οὗ μαντεύονται Θρᾴκ.(Κομοτ.)3)Κατὰ πληθ. μανέδις, μικραῖταινίαι χρωματιστοῦ χάρτου, ἐπὶ τῶν ὁποίων εἶναι ἐπιγεγραμμένα δίστιχα. Αὗται περιέχονται εἰς εἰδος τι ζαχαροπήκτων καὶ διανεμόμεναι κατὰ τοὺς ἀρραβῶνας καὶ τοὺς γάμους χρησιμεύουν πρὸς μαντείαν Θρᾴκ. (Κομοτ.) β)Πληθ. ζαχαρόπηκτα περιέχοντα ΄μανέδις (ἰδ. σημ. 3)Θρᾴκ. (Κομοτ.)4)Λόγος ψευδὴς, ἀπατηλὸς Σάμ.: Θὰ εἶνι ΄μανὲς αὐτὸ π΄ μοῦ ΄πι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA