ἀμανὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμανὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμανὴ ἡ, Χίος.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ αὐτόθι τοπων. Άμανὴ, ὀροπεδίου χρησιμεύοντος ὡς κοινῆς νομῆς τῶν περιοικούντων, ὅ έκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. μανὸς. Ἰδ. Κ Ἅμαντ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910)195 καὶ ἐν Χιακ. Χρον. 2 (1914)100 καὶ Λεξ. Ἐλευθερουδ. (λ. Μάνη)Πβ. καὶ Μάνη ὄρος Μεσσηνίας, Μάνη χώρα Λακωνίας Πελοποννήσου.
Σημασιολογία
1)Μέρος ἀδέσποτον: Φρ. Ἐδῶ δὲν εἶναι ἀμανή! 2)Καιρὸς κατάλληλος, καλὴ εὐκαρία πρὸς ἐκμετάλλευσιν: Ηὗρεν ἀμανὴ κ΄ ἤκαμεν τὴ δουλε͜ιά του καθὼς ἤελε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA